Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Κροκόδειλος Κλαδάς - Ο οπλαρχηγός-πρότυπο για τους επαναστάτες του 1821


Ο επαναστάτης με το περίεργο όνομα!
Ο Κροκόδειλος Κλαδάς γεννήθηκε το 1425. Καταγόταν από τη Χιμάρα (<αρχ. Χίμαιρα) (και Χειμάρρα <χείμαρρος) της Βορείου Ηπείρου. Ο πατέρας του, όπως και άλλοι με τις γειτονικές από τη Χιμάρα περιοχές, εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο και μπήκε στην υπηρεσία των Παλαιολόγων.

Για το ονοματεπώνυμο του Κροκόδειλου Κλαδά υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία στο '' Ιστορικό Λεξικό Ελληνικών Επωνύμων'' του αείμνηστου Δικαίου Βαγιακάκου (1917-2016). Το επώνυμό του προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κλάδος=κλαδί, κλωνάρι (ήδη στον Ηρόδοτο υπάρχει η λέξη με αυτήν τη σημασία). Η μεταφορική σημασία της λέξης, αυτόνομο τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, απαντά στον Εμπεδοκλή.
Για το όνομα Κροκόδειλος γράφει ο Δικαίος Βαγιακάκος:<<Εκ του ουσ. κροκόδειλος... Το όνομα εχρησιμοποιήθη και ως βαπτιστικόν και ως επώνυμον υπό διάφορους τύπους, ως Κορκόδειλος, Κροκόντειλος. Ενδιαφέροντα περί του ζώου γράφει ο Ηρόδοτος, ο οποίος αναφέρει ότι εις την Αίγυπτον καλείται Χάμψα(han-emsah), κροκόδειλον δε τον ονόμασαν οι Ίωνες, οι οποίοι ενόμισαν ότι είναι το ίδιον είδος ζώου με τας σαύρας τας οποίας εκείνοι είχον εις τους τοίχους των. Ως προς την σημασίαν του ονόματος ο Αχμέτ εις το Ονειροκριτικόν του παρατηρεί ότι αρχικώς το επώνυμο εδόθη εις φονέα και απονενοημένον άνθρωπο: '' Κροκόδειλος πειρατήν ή φονέα ή ουδέν ήττον απονενοημένον άνθρωπον σημαίνει.''

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Δικαίος Βαγιακάκος, μανιάτης στην καταγωγή, κάνει ειδική μνεία στον Κροκόδειλο Κλαδά, με μια σύντομη βιογραφία του, κάτι μάλλον σπάνιο για το '' Ιστορικό Λεξικό Ελληνικών Επωνύμων''.
Να σημειώσουμε επίσης ότι το όνομα απαντά σε διάφορες πηγές και με τους τύπους Κορκόντυλος, Κορκόδειλος και Ακροκόνδυλος. Σημειώνουμε εδώ, χωρίς να σχετίζεται αυτό απαραίτητα με τον Κλαδά, ότι η λέξη κόνδυλος στα αρχαία ελληνικά αλλά και αργότερα, στο έπος του Διγενή Ακρίτα, έιχε και την σημασία ''πυγμή''.

Η ζωή και η δράση του Κροκόδειλου Κλαδά

Όπως αναφέραμε, πατέρας του Κροκόδειλου ήταν ο Θεόδωρος Κλαδάς, βορειοηπειρώτης στην καταγωγή. Μπήκε στην υπηρεσία των Παλαιολόγων του Δεσποτάτου του Μορέως και λόγω των ικανοτήτων και του συνετού χαρακτήρα του, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Μάνης. Ήταν μάλιστα ο τελευταίος Βυζαντινός στρατιωτικός διοικητής της περιοχής. Όταν πέθανε ο Θεόδωρος Κλαδάς (άγνωστο πότε ακριβώς, πάντως πριν το 1460), οι κάτοικοι εξέλεξαν διοικητή τους το γιο του Θεόδωρου, Κροκόδειλο Κλαδά. Αυτός έκανε αρχηγείο του το φρούριο του Αγίου Γεωργίου των Βαρδουνίων στη Λακωνία.

Την περίοδο 1458-1460, όταν άρχισε η οθωμανική εισβολή στην Πελοπόννησο, ο Κλαδάς πολέμησε ηρωικά στο πλευρό των Παλαιολόγων, αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποταχθεί στον σουλτάνο Μωάμεθ Β (τον Πορθητή) παίρνοντας ως αντάλλαγμα από αυτόν εκτάσεις γης στη Λακωνία (πεδιάδα Έλους) και τη Μεσσηνία.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Βυζαντινός χρονογράφος Γεώργιος Σφραντζής:...ταύτα ιδών (δηλαδή τις κατακτήσεις του Μωάμεθ) ο Κροκόντυλος ή μάλλον ειπείν Κροκόδειλος (Κλαδάς) οικειότερον, προσεκύνησεν και αυτός τον αμιράν (αμιράς=τίτλος που δινόταν σε μουσουλμάνους ηγεμόνες και φύλαρχους), το δε κάστρον του Αγίου Γεωργίου και τους δύο υιούς αυτού δέδωκεν αυτώ...>>
Ο δε William Miller στο έργο του ''Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα'' γράφει: '' Ο Κλαδάς ήταν από τους τελευταίους Πελοποννήσιους πολεμιστές που είχαν υποταχτεί στον Μωάμεθ Β την εποχή της κατάκτησης και που ο κατακτητής θεωρώντας τον φρόνιμο του είχε παραχωρήσει την πλούσια πεδιάδα του Έλους, κοντά στη Σπάρτη, ως στρατιωτικό τιμάριο. Το Έλος, σύμφωνα με μία θεωρία, έδωσε στα αρχαία χρόνια στους Είλωτες το όνομά τους αλλά ο Κλαδάς έιχε περισσότερο σπαρτιατικό παρά ειλωτικό χαρακτήρα.''
Κατά τη διάρκεια του Α Τουρκοβενετικού πολέμου (1463-1479) και με την άφιξη του Βενετού πολέμαρχου Bertoldo d' Este, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος των βενετικών πολεμικών επιχειρήσεων στον ελλαδικό χώρο ο Κλαδάς μπήκε ως επικεφαλής <<στρατιωτών>> (stradioti) υπό την προστασία της βενετικής σημαίας, ξεσηκώνοντας όσους <<Έλληνες της ανυπόταχτης Μάνης είχαν υποταχτεί στον κατακτητή>> (Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, ''Η Βαλκανική Αντίδραση'')

Οι Ενετοί χάρη στη μεγάλη του επιρροή και αξία, τον διόρισαν αρχηγό των Ελλήνων αρματολών (beis in cernide, che in lingua nostra e ditto capo di stratiotti) και φαίνεται ότι κατόρθωσε να ανακαταλάβει τα πατρογονικά τιμάρια στη Βορδόνια. Παρά τις επιτυχίες αυτές όμως του Κλαδά και των Βενετών, οι Οθωμανοί το 1474-1475 κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου εκτός από ορισμένα φρούρια.
Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κλαδάς τιμήθηκε από τον προνοητή (proveditore) του βενετικού στόλου Ιερώνυμο Κονταρίνι με το παράσημο του Λέοντα του Αγίου Μάρκου και με χρυσοκέντητο μανδύα (Σεπτέμβριος 1479), ενώ του παραχωρήθηκαν νέα κτήματα γης στην Κορώνη.

Όμως μετά την εγκατάλειψη της πολιορκίας της Ναυπάκτου από τους Οθωμανούς, ο βενετοτουρκικός πόλεμος τερματίστηκε και οι Βενετοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με όχι ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για τους ίδιους. Με αυτήν αναγκάζονταν να παραχωρήσουν τις περιοχές της Μάνης στον Μωάμεθ Β και ταυτόχρονα πίεζαν τον Κλαδά να παραιτηθεί (1479/1480). Ο Κλαδάς, χολωμένος από την στάση των Βενετών, έφυγε από την Κορώνη και πήγε στη Μάνη (9 Οκτωβρίου 1480) επικεφαλής σωμάτων ''stradioti''.

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα ''συγκέντρωσε 16.000 επικηρυγμένους κλέφτες και άλλους αντάρτες, πήγε στη Μέσα Μάνη και τους κάλεσε όλους σε επανάσταση'' (Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1914). Τις πληροφορίες που παραθέτει ο Κ. Σάθας (1842-1914) τις έλαβε από τον απόγονο του Κ. Κλαδά Ιωάννη Γεωργίου Κλαδά που ζούσε στην Κεφαλλονιά και ο οποίος τις είχε αντιγράψει από χειρόγραφο που σώζεται στο Βρετανικό Μουσείο:''Storia della Guerra dei Veneziani 1478-1482. Ms. Mus. Britan Additional αρ.8586''
Να σημειώσουμε ότι η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Κ. Σάθα έγινε το 1869 όταν ο μεγάλος ιστοριοδίφης ήταν μόλις 27 ετών(!!!)
Ο Κλαδάς πολύ σύντομα υπέταξε τους Οθωμανούς τουρμάρχες (διοικητές ιππικών σωμάτων, η λέξη είναι βυζαντινή, τουρμάρχης< τούρμα<λατιν. turma) και σουμπασήδες (τοπικούς άρχοντες με διοικητική και αστυνομική δικαιοδοσία) των χωριών Μεγάλου και Μάνης, κυρίευσε το φρούριο και τον πύργο του Τριγοφίλου και του Οίτυλου και φυλάκισε τους φύλαρχους και τους φρούραρχους. Ύστερα κατέλαβε τα στενά περάσματα (κλεισούρες) των βουνών Μάνη και Μεγάλου και στη συνέχεια εκστράτευσε και κατέκτησε τα φρούρια και τους πύργους της Καστανιάς, της Λεφτίνης, της Ανδρούσας, του Βάσκου, της Πιάγας και το χωριό Παπαφίγγο.
Όταν έμαθαν τις εξελίξεις ο φρούραρχος της Κορώνης Νικολό Νοβαγέρ και ο αρμοστής Νικολό Κονταρίνι ταράχτηκαν και συνέλαβαν αμέσως τη σύζυγο, τα παιδιά και δύο αδέλφια του Κλαδά που βρίσκονταν στην Κορώνη.


Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να ενοχοποιηθεί η Βενετία για την επανάσταση στον "Βραχίονα της Μάνης" (Brazzo di Maina) κ.ά. Γι’ αυτό διακήρυξαν δημόσια προς όλους τους αρματολούς και άλλους, να μην πάνε στη Μέσα Μάνη, απειλώντας τους ότι θα χάσουν τη ζωή και την περιουσία τους, ενώ συγχρόνως αποκήρυξαν και όλους τους αντάρτες, στέλνοντας κι έναν πολίτη με ανοιχτά γράμματα προς όλους τους Μανιάτες, όπου διακηρυσσόταν ότι ο Κλάδας δεν πήρε τα όπλα με τη συναίνεση των Ενετών και ότι δεν πρέπει να του ορκιστούν πίστη, αλλά να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στον σαντζάκμπεη της Πελοποννήσου. Ταυτόχρονα, έγραψαν στον Σουλεϊμάν σαντζάκμπεη του Μοριά γνωστοποιώντας το πώς ακριβώς έγιναν τα γεγονότα. Έγραψαν επίσης και στον Νικολό Κόκκο, απεσταλμένο της Βενετίας στον Μωάμεθ και στον βάιλο (πρεσβευτή) στην Κωνσταντινούπολη, Βαπτιστή Γκέτι, να σπεύσουν να δηλώσουν την ειλικρίνεια τους, αναγγέλλοντας συγχρόνως ότι συνέλαβαν την οικογένεια του Κλαδά.
Στο μεταξύ, ο Κλαδάς ο οποίος απέφευγε να αποκόψει τον εαυτό του από την Βενετία, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τον Λέοντα του Αγίου Μάρκου ως επίσημο έμβλημα του. Το κίνημά του, είχε απήχηση και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το Ναύπλιο ξεκίνησαν για να τον ενισχύσουν οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Μπούας και Μέξας Μποζίνης (Μποζίκης), με σώματα μάχιμα ιππέων. Ο Μπούας πήγε αρχικά στο Άργος, όπου βρήκε 30 Τούρκους. Κατακρεούργησε τους τρεις, ενώ τους υπόλοιπους τους αιχμαλώτισε. Στη συνέχεια πήγε στη Μάνη όπου οι δυνάμεις του ενώθηκαν με εκείνες του Κλαδά.
Σε άρθρο του Θ. Κατριβάνου στο "Περιοδικό του Συλλόγου Λεονταριτών Αρκαδίας", τ. 6, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1981, διαβάζουμε: "Ο Κορκόδειλος Κλαδάς στα ενετικά αρχεία φέρεται ο CAPO DI STRADIOTI δηλ. ο αρχηγός των στρατιωτών… Ο Κλαδάς… περιορίζει τους Τούρκους εις τα φρούρια Λεονταρίου, Ανδρώσας, Καρυταίνης και Μυστρά.

Ο Κλαδάς με ορμητήριο τα κάστρα της Καστανιάς και του Χελμού, πάνω από το σημερινό Σκορτσινού, αποκόπτει την επικοινωνία της Λακωνικής με την υπόλοιπη Πελοπόννησο".
Οι Βενετοί οι οποίοι είχαν χαρακτηρίσει τον Κλαδά "hominis perfidissimi et scandalossimi ac perturbatoris in Brachio Mane" ("άνθρωπο απιστότατο και σκανδαλοδέστατο, καθώς και ανατροπέα του Βραχίονα της Μάνης"), τον επικήρυξαν ζωντανό ή νεκρό με απόφαση του Συμβουλίου της Γαληνοτάτης και με ψήφους 79 έναντι 57, με αμοιβή 10.000 υπέρπυρων (χρυσά βυζαντινά νομίσματα).
Οι Βενετοί φέρθηκαν με αυτό τον άθλιο τρόπο στον Κλαδά παραβιάζοντας όλες τις μεταξύ τους συμφωνίες και προβάλλοντας με θράσος τη δικαιολογία ότι τα εδάφη της Μάνης, πριν τον πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία (1463 – 1479), δεν ήταν βενετικά, αλλά βυζαντινή επικράτεια και εφόσον το Βυζάντιο είχε γίνει οθωμανική επικράτεια και τα εδάφη αυτά, η Μάνη δηλαδή, θα έπρεπε δικαιωματικά να αποδοθούν στο νόμιμο επικυρίαρχο τους, δηλαδή τους Οθωμανούς!

Ο Κλαδάς δεν δέχτηκε καμία απολύτως συνεννόηση.
Ο Μωάμεθ Β' αποφάσισε να στείλει εναντίον του ισχυρά στρατεύματα. Έτσι, ο σαντζάκμπεης της Ρούμελης Αλί Μπούμιτο (Μπούμικο), εισέβαλαν στη Μάνη στις αρχές του 1481.
Όμως υπέστησαν συντριπτική ήττα από τις δυνάμεις του Κλαδά στα κλειστά περάσματα (κλεισούρες), της οροσειράς του Οιτύλου. Επτακόσιοι άνδρες τους σκοτώθηκαν και οι οθωμανικές δυνάμεις, υποχώρησαν στη Σπάρτη στις 19 Ιανουαρίου 1481.
Ο Αλί Μπουμίτο αντικαταστάθηκε ως μπεηλέρμπεης Ρούμελης από τον ικανότερο στα πολεμικά ζητήματα Αχμέτ πασά, ο οποίος με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη στην οποία υπήρχαν και 1.500 γενίτσαροι, εισέβαλε και πάλι στη Μάνη (Φεβρουάριος – Απρίλιος 1481), έχοντας χωρίσει στον Μυστρά τον στρατό του σε δύο τμήματα: το πρώτο κατευθύνθηκε στην Καλαμάτα, για να φράξει τον δρόμο εξόδου για τους Μανιάτες, ενώ το δεύτερο έφτασε στο Γύθειο και κατέλαβε το στρατηγικό πέρασμα Μαυροβουνίου – Πασ(σ)αβά. Ο Κλαδάς με τους άνδρες του κλείστηκε στο φρούριο της ορεινής περιοχής Καστανιάς και η θέση του δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο, με την αποχώρηση του οπλαρχηγού Θεόδωρου Μπούα με τους άνδρες του.
Στις αρχές Απριλίου 1481, ο Κλαδάς βρέθηκε σε δυσχερέστατη θέση. Εκτός από τους Οθωμανούς στην ξηρά, που είχαν ενισχυθεί 2.000 αζάπηδες και 1.000 αρκασίδες, έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον στόλο τους που από τη Χαλκίδα προσέγγιζε το λιμάνι του Βασιλοπόταμου.
Όμως τη νύχτα της 6ης Απριλίου 1481, βρέθηκαν στο ακρωτήριο του Αγίου Αγγέλου της Μάνης τρεις γαλέρες του Φερδινάρδου Β’, βασιλιά της Ν(ε)άπολης, Σικελίας και Αραγώνας, που πήγαιναν στη Ρόδο και τον Ελλήσποντο για να μάθουν αν ο Μωάμεθ Β' ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον της ιταλικής πόλης.
Μέσα σ' αυτές τις γαλέρες, υπήρχε και κάποιος Giangho (Giangho da Venezia), αδελφικός φίλος του Κλαδά στον οποίο διαμήνυσε ότι μπορεί να του προσφέρει κάθε βοήθεια στο όνομα του βασιλιά Φερδινάρδου, πηγαίνοντάς τον όπου αυτός ήθελε. Κι ενώ ο σαντζάκμπεης Αχμέτ είχε στρατοπεδεύσει πάνω στο όρος της Καστανιάς, ο Κλαδάς που είχε καταφύγει στο ίδιο μέρος, με μια ηρωική επίθεση εξόδου, αφού σκότωσε κι αιχμαλώτισε πολλούς εχθρούς, στις 13 Απριλίου 1481 με 50 άνδρες του, πήγαν στο Πόρτο Κάγιο όπου επιβιβάστηκαν στις γαλέρες του Φερδινάρδου.

Ο Κλαδάς στην Ήπειρο

Στη Νεάπολη, τον Κλαδά υποδέχτηκε με τιμές ο βασιλιάς Φερδινάρδος που ήταν μεγάλος θαυμαστής του.
Την ίδια εποχή, βρισκόταν στη Νεάπολη πρεσβεία Ηπειρωτών για να προτρέψει τον Ιωάννη, γιο του Γεώργιου Καστριώτη, να βοηθήσει την πατρίδα του.
Ο Ιωάννης, υπηρετούσε μαζί με άλλους ευγενείς στο στρατόπεδο του δούκα της Καλαβρίας.
Ο Φερδινάρδος, αποφάσισε να στείλει τον Κλαδά μαζί με τον Καστριώτη στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές.
Ο Καστριώτης αποβιβάστηκε στην περιοχή γύρω από το Δυρράχιο. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό, ως ηγεμόνα. Ωστόσο οι Οθωμανοί, κινήθηκαν με μεγάλες δυνάμεις εναντίον του.
Ο Κλαδάς με τον Καστριώτη επέστρεψαν στην Νεάπολη.
Με την πολύτιμη βοήθειά τους, ο δούκας της Καλαβρίας ανακατέλαβε το Οτράντο (τον αρχαίο Υδρούντα) από τους Οθωμανούς. Να σημειώσουμε ότι οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει το Οτράντο μετά από σύντομη πολιορκία στις 11 Αυγούστου 1480. 12.000 κάτοικοι της πόλης και των γύρων περιοχών σκοτώθηκαν και άλλες 5.000 αιχμαλωτίστηκαν. Ο επίσκοπος Στέφανο Πεντινέλι και ο διοικητής της φρουράς της πόλης κόμης Φραντσέσκο Ζούρλο, πριονίστηκαν (!) ζωντανοί.

Στο τέλος έμειναν 813 άνδρες. Ο επικεφαλής των Οθωμανών Γκεντίκ Αχμέτ πασάς τους οδήγησε στον Λόφο της Μινέρβας όπου τους έθεσε το δίλημμα να ασπαστούν το Ισλάμ ή να θανατωθούν όλοι.
Οι γενναίοι Χριστιανοί, με επικεφαλής τους τον Αντόνιο Πριμάλντο, απάντησαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ο αδίστακτος Γκεντίκ Αχμέτ πασάς διέταξε να αποκεφαλιστούν όλοι επιτόπου. Οι 813 αυτοί μάρτυρες της χριστιανικής πίστης αγιοποιήθηκαν από τον πάπα Φραγκίσκο Α’ στις 12 Μαΐου του 2013. Το Βατικανό τους είχε «μακαρίσει» ήδη από το 1771.
Μετά την απελευθέρωση του Οτράντο, που είχε πολύ μεγάλη σημασία καθώς θα μπορούσε ν’ αποτελέσει προγεφύρωμα των Οθωμανών στην Ιταλία και ορμητήριο για την κατάκτηση και άλλων ευρωπαϊκών περιοχών, ο Φερδινάρδος αντάμειψε γενναία τον Κλαδά. Με βασιλικό διάταγμα της 12ης Ιουλίου 1481, του απένειμε τον τίτλο του «Μεγαλοπρεπή» (Magnifico) , του χορήγησε ετήσια σύνταξη από 300 καρολικά δουκάτα και παράγγειλε στον γιο του δούκα της Καλαβρίας να συνεχίσει, και μετά τον θάνατό του, να δίνει τα χρήματα αυτά στον Κλαδά.
Στη συνέχεια, ο Κλαδάς με τον Καστριώτη, με 4 γαλέρες του Φερδινάρδου, αποβιβάστηκαν στην Ήπειρο καταστρέφοντας καθετί τουρκικό που έβρισκαν στον δρόμο τους. Έτσι έφτασαν στην Αυλώνα και στη συνέχεια στα βουνά της Χιμάρας. Μόλις έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή, οι Χριστιανοί κάτοικοι 50 χωριών πήραν τα όπλα και έδιωξαν τους Τούρκους.
Στη συνέχεια χτύπησαν με τις γαλέρες το ομώνυμο φρούριο στη Χιμάρα: «castello chiamato Cimera, principal fortezza di duella privincia” («φρούριο ονομαζόμενο Χιμάρα, οχυρό πρωταρχικής σημασίας για τη γύρω περιοχή»). Τρεις χιλιάδες Οθωμανοί έσπευσαν σε βοήθεια του σούμπαση (διοικητή) του φρουρίου. Ωστόσο οι κάτοικοι και οι οπλίτες από τις γαλέρες τους περικύκλωσαν. Σκότωσαν και αιχμαλώτισαν περίπου 1.000. Οι υπόλοιποι έφυγαν κατατρομαγμένοι.

Ο Οθωμανός σούμπασης, στις 31 Αυγούστου 1481 έφτασε με μια βάρκα στην Κέρκυρα. Ο ΚΛαδάς κατέλαβε αμέσως το φρούριο, όπως και το φρούριο του Παπάλου, στο όνομα του βασιλιά Φερδινάρδου.

Το ηρωικό τέλος του Κλαδά

Το 1489 – 1490 ξέσπασε νέος τουρκοβενετικός πόλεμος, κατά τον οποίο ο Κλαδάς αφού κατόρθωσε να συγκροτήσει σώμα 14.000 ανδρών στη Μάνη, ξεκίνησε νέο εθνοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο Φερδινάρδος, αφού ήρθε σε συνεννόηση με το νέο σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’, εγκατέλειψε τις κτήσεις του στην Ήπειρο. Παράλληλα σταμάτησε την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας στον Κλαδά, ο οποίος οργάνωσε αντάρτικα σώματα στον Ταΰγετο που τρομοκρατούσαν τις τουρκικές φρουρές και δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα. Σε μια αψιμαχία όμως στη Βέργα, ο Κλαδάς αιχμαλωτίστηκε (1460). Υπέστη μαρτυρικό θάνατο με αποτρόπαια βασανιστήρια, γδάρσιμο και διαμελισμό του σώματός του. Το δέρμα του, το γέμισαν με άχυρο οι Οθωμανοί και το έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, στον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’ για να βεβαιωθεί ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των Οθωμανών είναι νεκρός…
Πρόκειται για μία γνωστή πρακτική των Οθωμανών, καθώς ο εκάστοτε Σουλτάνος λάμβανε ως αποδείξεις για τις επιτυχίες των διαφόρων πασάδων, φορτία με παστωμένα αυτιά των θυμάτων τους…

Επίλογος

Ο Κορκόδειλος Κλαδάς είναι αναμφίβολα μια ηρωική μορφή που έδρασε στα δύσκολα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η κατάσταση τότε ήταν απολύτως συγκεχυμένη. Όπως γράφει ο Θ. Κατριβάνος στο «Περιοδικό του Λεονταρίου», Τούρκοι σπαχήδες, ορθόδοξοι Χριστιανοί στο θρήσκευμα, πολεμούσαν στο πλευρό των Οθωμανών με τη σημαία του Αγίου Γεωργίου εναντίον των Ελλήνων. Το άσβεστο θρησκευτικό μίσος μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών υπήρχε παντού.
Από την άλλη, οι Βενετοί, όμως πολύ εύστοχα γράφει ο W. Miller: «… ανακάλυψαν από τότε, πως ένας δραστήριος αρχηγός ατάκτων αν και χρήσιμος σε μέρες πολέμου γίνεται επικίνδυνος σε μέρες ειρήνης».
«Ο ηρωισμός του (Κλαδά), η ευψυχία του, η συνεχής επαναστατική του δράση τον καθιστούν χωρίς αμφιβολία μιαν από τις προδρομικές μορφές του Αγώνα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και συνειδητή εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια» (ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ).
Ωστόσο, πολλοί νεότεροι, κυρίως, ιστορικοί τον θεωρούν πρώιμο ήρωα του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και πρότυπο πολλών αρματολών αλλά και ηρώων του 1821.
Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά τον κορυφαίο Έλληνα γλωσσολόγο κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, για τις πολύτιμες υποδείξεις του στο θέμα της ετυμολογίας του ονόματος του Κορκόδειλου Κλαδά.

 


Ο Ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος γράφει για τον Κροκόδειλο Κλαδά

 



Πηγές:
Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1995,
ΑΛΕΞΗΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ 14Ο ΚΑΙ 15Ο ΑΙΩΝΕΣ», εκδ. ΗΡΟΔΟΤΟΣ 1991.
WILLIAM MILLER, «Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1204-1566», Α’ ΕΚΔΟΣΗ 1908, Β’ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»,1990.