Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΛΕΝΩ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (1785 - 1804)

Η ατρόμητη Σουλιώτισσα

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 στις κακοτράχαλες πλαγιές του Σουλίου ακούγονται κλάματα και οιμωγές. Άντρες και γυναίκες από το Σούλι τραβάνε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού από την γλυκιά τους πατρίδα. Ο καταραμένος ο Αλή πασάς τα κατάφερε να τους διώξει με την στενή πολιορκία, καθώς δεν έμπαινε τίποτε στο Σούλι, μήτε σπυρί σιταριού. Το μακρύ ποτάμι των Σουλιωτών χωρίζεται σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη και πιο πολυπληθής με 2000 ψυχές και αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, θα τραβήξει προς την ανυπόταχτη πολιτεία της Πάργας, στις ακτές του Ιονίου. Οι άλλες δύο φάλαγγες στάθηκαν πιο άτυχες καθώς χτυπήθηκαν αλύπητα από τους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Αλή πασά. Σε μια από αυτές ήταν και η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Νότη Μπότσαρη και πρώτη ξαδέρφη του Μάρκου Μπότσαρη, ήρωα της επανάστασης.

Η ομορφιά και η εξυπνάδα της Λένως ήταν ξακουστή σ’ όλη την Ήπειρο, μέχρι που κι’ ο ίδιος ο Αλής είχε τάξει μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον την έφερνε στο χαρέμι του. Ήταν μόλις 20 ετών, μα η γενναιότητα και η τόλμη της μπορούσαν να βάλουν κάτω δεκάδες άντρες. Ο Νότης, ο πατέρας της καμάρωνε την κόρη του που ήξερε να χειρίζεται το ντουφέκι και το σπαθί καλύτερα από πολλούς άντρες. Τα γαλάζια μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά της, έδιναν την αίσθηση νεράιδας βγαλμένης από κάποιο παραμύθι.

Η Λένω ακολούθησε κι’ αυτή την μοίρα των υπολοίπων Σουλιωτών και βαδίζοντας μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και βουνά. Μέσα στον σκληρό χειμώνα τα παιδιά, οι τραυματίες και οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν άντεχαν, αλλά η Λένω ήταν εκεί για να τις εμψυχώσει αν και μόλις 20 χρονών αναδείχτηκε σε αρχηγό των γυναικών.
Τράβηξαν για το μοναστήρι στο Ζάλογγο που είναι φύσει οχυρή θέση, αλλά δυστυχώς χωρίς έξοδο διαφυγής. Οχυρώθηκαν και περίμεναν. Ήξεραν πως ο Αλής, όπως πάντα, δεν επρόκειτο να τηρήσει τις υποσχέσεις και τους όρκους που τους έδωσε. Ο Μπεκίρ Τζογαδούρος, ο αρχηγός της τουρκοαλβανικής ορδής, επιτέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου με αλαλαγμούς στο μοναστήρι. Οι Σουλιώτες ήταν 1.148 και αμύνθηκαν λυσσαλέα χτυπώντας τους τουρκαλβανούς με τα ντουφέκια τους.

Καθώς η μάχη είχε ανάψει τα κορμιά των λιάπηδων (μουσουλμάνων αλβανών) κάλυπταν την χέρσα γη σαν ένα μεγάλο χαλί. Όσο εξελισσόταν η μάχη το χιόνι σκέπαζε τα κορμιά και το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Μετά από ώρες τα βόλια των Σουλιωτών σώθηκαν και έμειναν με τα σπαθιά και τα γυμνά τους χέρια.

Στις 17 Δεκεμβρίου οι λιάπηδες ορμήσαν σαν τσακάλια πάνω στους Σουλιώτες για να ξεσκίσουν τις σάρκες τους, αλλά οι Σουλιώτες ως άλλοι Σπαρτιάτες και αυτοί τους χτυπούσαν με ό,τι μέσο διέθεταν. Ο θείος της Λένως, ο Κίτσος Μπότσαρης, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, κάλεσε την Λένω κοντά του και της είπε: «απόψε σουρουπώνοντας καλά, θα βγούμε με τα σπαθιά. Θα μάσεις τις γυναίκες, θα μπεις μπροστά, θα σας βάλουμε στην μέση». Η Λένω άκουσε τα λόγια του θείου της. Έτρεξε να συντονίσει τις υπόλοιπες γυναίκες και να τις ενθαρρύνει να μην λιγοψυχήσουν αυτές τις δύσκολες ώρες, αν και ήξερε πως οι Σουλιώτισσες δεν είναι σαν τις υπόλοιπες γυναίκες, αλλά σωστά παλληκάρια δίπλα στους άνδρες και τους αδελφούς τους.

Όταν είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, οι Σουλιώτες μαζεύτηκαν γύρω από τους αρχηγούς τους Κίτσο και Νότη Μπότσαρη για τις τελευταίες οδηγίες.
Μια βουή ακούστηκε μέσα από το μοναστήρι. Οι λιάπηδες έσφιγγαν στα χέρια τους τα ντουφέκια κι’ η καρδιά τους χτυπούσε δαιμονισμένα, μιας και ήξεραν τι είναι ικανοί να κάνουν έστω και μια δράκα Σουλιωτών.
Οι Σουλιώτες ξεχύθηκαν σαν ένα σώμα και πέσαν μ’ ορμή πάνω στους τουρκαλαβανούς. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι δεν ξεχώριζες ποιοι είναι οι Σουλιώτες και ποιοι οι λιάπηδες. Το τουφεκίδι ανάβει. Η Λένω βρισκόταν στην μέση της φάλαγγας. Το σπαθί της παίρνει φωτιά σκοτώνοντας πολλούς λιάπηδες στο πέρασμά της. Πατούσε τα κορμιά τους και σαν μπροστάρισα που ήταν άνοιγε δρόμο για τις άλλες γυναίκες που μετέφεραν μωρά παιδιά και τραυματίες στις πλάτες τους. Οι στιγμές τραγικές και ηρωικές συνάμα.

Η Λένω προχωρούσε μπροστά μην μπορώντας να δει τι γίνεται πίσω της. Μερικά γυναικόπαιδα αποκλείσθηκαν από τους τουρκαλβανούς και μην έχοντας να κάνουν κάτι καλύτερο τραβιούνται για το Ζάλογγο. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας 56 γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και 13 άνδρες θα βρεθούν γαντζωμένοι στο φρύδι του Ζαλόγγου.

Οι Τουρκαλβανοί πλησιάζουν με άγριες διαθέσεις, θέλουν να τις ατιμάσουν. Οι Σουλιώτισσες όμως ήταν αποφασισμένες. Δεν επρόκειτο να αφήσουν κανένα χέρι ξένο να τις αγγίξει, πάνω από όλα γι’ αυτές ήταν η Τιμή. Πιάστηκαν χέρι – χέρι, χορεύοντας και τραγουδώντας, κι’ αφού έριξαν τα παιδιά τους στο κενό, ακολουθούν μετά μία – μία, φιλώντας η πρώτη την δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη. Τα σώματά τους έπεφταν στο βάραθρο σαν φύλλα το φθινόπωρο. Τόσο ανάλαφρα και αέρινα, πέρα από κάθε τι υλικό και ανθρώπινο.

Η Λένω σώθηκε και μαζί με τους άλλους Σουλιώτες που έσπασαν τον κλοιό των λιάπηδων κατευθύνθηκαν νότια. Δεν γνώριζαν προς τα πού πήγαιναν, απλά και μόνο βάδιζαν.
Μέσα στις κακουχίες ο πόνος για τον χαμό των οικείων δεν ζυγώνει. Δεν είχαν καιρό για στεναχώριες και για κλάματα.
Φτάνοντας στο χωριό Βουλγαρέλι της Άρτας αποφάσισαν να πάνε προς τα απάτητα βουνά των Αγράφων, για να ενωθούν με άλλους αγωνιστές από την Θεσσαλία και να πολεμήσουν τους τούρκους. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφτασαν στην Βρεστένιτσα και συνέχισαν προς την οχυρή θέση της μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον Σέλτσο. Την 22α Δεκεμβρίου έφτασαν εκεί και εγκαταστάθηκαν κατάκοποι από τις πορείες μέσα στο καταχείμωνο. Κάτω από το μοναστήρι περνάει σαν ένα μεγάλο φίδι ο ποταμός Αχελώος (ή Ασπροπόταμος).

Οι Σουλιώτες μάζεψαν προμήθειες και μπαρουτόβολα από τις γύρω περιοχές για την άμυνά τους. Έβαλαν τέσσερις φρουρές στην περίμετρο του μοναστηριού και φύλαγαν κάθε μονοπάτι. Ήξεραν καλά, ότι ο Αλή πασάς δεν θα ησυχάσει αν δεν ξεπαστρέψει όλη την Σουλιώτικη φάρα.
Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς μάζεψε στρατό περίπου 5.000 λιάπηδων υπό την αρχηγία του Μπεκήρ Τζογαδούρου και του Βασιάρη για να κυνηγήσουν τους Σουλιώτες και να μην αφήσουν ούτε έναν ζωντανό. Τους ζήτησε μόνο να του φέρουν την Λένω στο χαρέμι του να δει από κοντά την ομορφιά της.

Έρχεται η στιγμή που 8000 τουρκαλβανοί θα κυκλώσουν την Μονή Σέλτσου μαζί με τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά. Οι μήνες όμως, περνάνε χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι οι λιάπηδες για να εξοντώσουν τους Σουλιώτες.
Κάποιος Γιώργης Κίριος από τα Γιάννενα, δασκαλεμένος από τον Αλή πασά που του είχε τάξει το αρματολίκι της Λάκκας, παριστάνει τον μετανιωμένο και ζήτησε μαζί με τον αδελφό του να πολεμήσει στο πλευρό των Σουλιωτών. Ο Κίτσος Μπότσαρης με την μεγαλοψυχία που τον διέκρινε, τον συγχωρεί και τον βάζει στην φρουρά του μοναστηριού. Αυτός όμως τις νύχτες, έχοντας πάντα στον νου του την προδοσία έστελνε μηνύματα στον Μπεκήρ Τζογαδούρο και του αποκάλυψε ένα μονοπάτι που πάει ίσια στην Μονή.

Μέτα την αποκάλυψη του μονοπατιού, οι στρατηγοί καταστρώνουν το ύπουλο σχέδιό τους. Ο Τζογαδούρος θα έκανε ένα ψεύτικο αιφνιδιασμό και θα χτυπούσε τις θέσεις με τους περισσότερους Σουλιώτες όταν 3.000 τουρκαλβανοί με 1.200 εφεδρικούς αλβανούς θα χτυπούσαν τους Σουλιώτες από ένα δύσβατο μονοπάτι στο πιο αδυνατισμένο σημείο από την πλευρά του προφήτη Ηλία.
Στις 15 Απριλίου τα μεσάνυχτα, όπως πριν από κάθε καταιγίδα, έτσι και τότε, η γαλήνια ηρεμία έσπασε με τουφεκίδι και κραυγές τρόμου. Οι λιάπηδες επιτέθηκαν σαν τις ύαινες που περιμένουν να ξεσκίσουν το κουφάρι του ετοιμοθάνατου ζώου. Όμως, οι Σουλιώτες δεν τους έκαναν την χάρη και τους χτύπησαν με ό,τι είχαν. Η κολασμένη νύχτα γέμισε κλάματα, βρισιές και κατάρες πότε στα Ελληνικά πότε στα αλβανικά και πότε στα τούρκικα.

Ο πατέρας της Λένως, ο Νότης Μπότσαρης λαβώνεται στο σώμα. Δύο βόλια τον βρήκαν. Μέχρι να τρέξει να τον βοηθήσει η Λένω τον χτύπησε και τρίτο βόλι. Όταν τον βρήκε ήταν κάτω από ένα δέντρο στον περίβολο του μοναστηριού. Προσπάθησε να τον γιατρέψει όπως – όπως και με λόγια γλυκά να του απαλύνει τον πόνο. Ο Νότης όμως, το ένοιωθε πως είχε φτάσει πια το τέλος του.
Όταν τον ρώτησε η Λένω τι να κάνει, αυτός της αποκρίθηκε: «να πεθάνεις παιδί μου, ήρθε η ώρα σου», όπως απαντούσαν τα αρχαία χρόνια οι Σπαρτιάτισσες μανάδες στους γιους τους «ή ταν ή επί τας».

Εκείνη την στιγμή ένα τέταρτο και τελευταίο βόλι βρίσκει τον Νότη Μπότσαρη στο μέτωπο σωριάζοντας το άψυχο σώμα του στα πρώτα χόρτα του Απρίλη ποτίζοντάς τα με το άγιο αίμα του.
Η Λένω έτρεξε με το σπαθί στο χέρι να ξεφύγει από τους διώκτες της που κατέφθαναν με βήμα ταχύ. Οι άλλες Σουλιώτισσες ξέροντας τον δρόμο της Τιμής πήγαν στην άκρη του γκρεμού που στεφανώνει το μοναστήρι και έπεσαν από ύψος 300 μέτρων στο σκοτεινό βάραθρο. Ένα δεύτερο Ζάλογγο μόλις είχε γεννηθεί.

Η Λένω με χίλια βάσανα κατεβαίνει την απότομη πλαγιά και κατευθύνεται προς τον Αχελώο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στα παγωμένα νερά του ποταμού και κολύμπησε με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει. Οι τουρκαλβανοί σαν λυσσασμένα σκυλιά την ακολουθούν για να την κατασπαράξουν. Μετά από πολύ πάλεμα στα νερά του ορμητικού ποταμού κατάφερε να φτάσει μια λωρίδα γης που σχηματίστηκε μέσα στο ποτάμι. Κατάκοπη μα σώα βγήκε έξω. Από απέναντι την κοιτούσαν οι λιάπηδες σκεφτόμενοι την αμοιβή που τους έταξε ο πασάς αν του την φέρουν ζωντανή. Ένας λιάπης της φωνάζει «Δεν λυπάσαι πουλάκι μου τα νιάτα σου; Έλα να σε γλυτώσω». Της έδωσε το ντουφέκι του από την λαβή. Η Λένω όμως, ως Σουλιώτισσα προτιμάει χίλιες φορές τον θάνατο πάρα την αιχμαλωσία στα χέρια των πιο αδίστακτων εχθρών της. Προσποιήθηκε λοιπόν πως πάει να πιάσει το ντουφέκι, και χουφτώνει την σκανδάλη. Το βόλι φεύγει σαν μαχαίρι και βρίσκει τον λιάπη σωριάζοντάς τον κάτω. Ένας άλλος βλέποντας την τόλμη της κοπέλας όρμησε κατά πάνω της. Η Λένω τον χτύπησε με τα χέρια της και του έσφιξε τον λαιμό για να το πνίξει. Πάλεψε μ’ όλη της την δύναμη. Του έμπηξε τα νύχια της στα μάτια και στο σώμα. Τέλος τον έσπρωξε στα αφρισμένα νερά του Αχελώου και πέσαν μαζί μέσα κάνοντας πάταγο. Συνέχισε να μάχεται σαν πραγματική λέαινα.

Αυτό ήταν δεν ξαναείδε κανείς πια ζωντανή την γενναία Σουλιώτισσα, την Λένω την κόρη του Νότη Μπότσαρη μα ούτε και τον λιάπη. Από τότε εκείνο το σημείο της όχθης λέγεται «το πήδημα της Καπετάνισσας». Από όλο αυτόν τον χαμό έμειναν όρθιοι μόνο 80 από τους 1.400 Σουλιώτες και άλλους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Για την αυτοθυσία της Λένως γράφτηκαν μετά πολλά δημοτικά τραγούδια, για να θυμίζουν πως μόνη μια κοπέλα 20 χρονών τα έβαλε με την τουρκιά και την «νίκησε».


Το δημοτικό τραγούδι της Λένως

Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι
όλαις την Άρτα πέρασαν, ‘ς τα Γιάννινα τοις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,
κʼ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και ʽς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ‘ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις
-Κόρη, για ρηξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια”.
Πυρήνας Καβάλας - Αίας ο Τελαμώνιος



 https://agioskosmas.gr/sindesmos.asp?isue=132&artid=4475