Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΙΣΧΥΛΟΣ- ΠΕΡΣΕΣ 472 π.Χ.

(Θεωρείται ως το αρχαιότερο έργο του Αισχύλου που έχει σωθεί)

                                                         ΠΡΟΣΩΠΑ  του  ΕΡΓΟΥ 

                                                                        ΧΟΡΟΣ

(Γέροντες άρχοντες της Περσίας)
ΑΤΟΣΣΑ
   (Βασίλισσα, γυναίκα του Δαρείου, μητέρα του Ξέρξη)
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
ΦΑΝΤΑΣΜΑ του ΔΑΡΕΙΟΥ
ΞΕΡΞΗΣ


ΥΠΟΘΕΣΗ  του  ΕΡΓΟΥ

(Ο βασιλιάς των Περσών, Ξέρξης, έχει φύγει με όλο του το στράτευμα για να κατακτήσει την Ελλάδα. Έχει περάσει καιρός και επειδή δεν φτάνουν μηνύματα από την εκστρατεία, στην Περσία άρχισαν να ανησυχούν. Οι πρεσβύτεροι μαζεύονται έξω από τα ανάκτορα και υπολογίζοντας το μέγεθος του στρατού εκφράζουν και τους ενδόμυχους φόβους τους. Βγαίνει η βασίλισσα Άτοσσα,  η μητέρα του Ξέρξη και τους ζητά συμβουλή για ένα τρομακτικό όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ. Όμως την ίδια στιγμή εμφανίζεται ένας αγγελιοφόρος του περσικού στρατεύματος και επιβεβαιώνει με τον χειρότερο τρόπο τους φόβους όλων αρχίζοντας να διηγείται το μέγεθος της καταστροφής των Περσών στην ναυμαχία της Σαλαμίνας  πρώτα και μετά στο δρόμο της επιστροφής για την χώρα τους.
Αξίζει να προσέξουμε τον ευγενικό τρόπο με τον οποίο ο Αισχύλος χειρίζεται το θέμα της μεγάλης νίκης των Αθηναίων και αντίστοιχα της μεγάλης ήττας των Περσών, χωρίς περιττούς κομπασμούς υπεροχής, αλλά με το μεγαλείο και την επίγνωση του άξιου και δίκαιου νικητή)

ΑΤΟΣΣΑ
Με όνειρα ζω  τις νύχτες. Συνέχεια. Από τότε  που ο γιος μου πήρε στρατό και εκστράτευσε στη χώρα των Ιώνων  να την κατακτήσει.  Αλλά κανένα άλλο τόσο φανερό  όσο αυτό – τη νύχτα που πέρασε – δεν είδα άλλο. Θα σας  το πω.
Είδα δυο γυναίκες μπροστά στολισμένες. Η μια με πέπλους Περσικούς, η άλλη με Δωρικούς και στο παράστημα και στη μορφή απ’ τις σημερινές ξεχώριζαν.  Ήταν αδελφές από το ίδιο γένος.  Στη μια τύχη κληρώθηκε πατρίδα την Ελλάδα να έχει, στην άλλη βαρβαρική χώρα. Αλλά κάτι είχαν μεταξύ τους, έβλεπα που μάλωναν,  και τότε ο γιος μου,  μαθαίνοντάς το,  τις  έπιασε, να τις βάλει υποζύγια στο άρμα του, και περνούσε χαλινάρια στους αυχένες τους για να ημερέψουν.
Τότε η μια τα  δέχτηκε  τα χαλινάρια,  καμάρωνε σαν να ήταν στολίδια. Η άλλη χτυπιόταν άρπαξε του δίφρου τα εξαρτήματα  και τον έσυρε αχαλίνωτο. Τον έσπασε στα δυο. Έπεσε ο γιος μου και ο πατέρας του ο τότε, ο Δαρείος, παραστέκονταν  κι έκλαιγε και από την ντροπή του. Ο Ξέρξης  μόλις τον είδε έσχιζε τα ρούχα του.
Αυτά είδα τη νύχτα.
Και το πρωί που σηκώθηκα  πήρα νερό από την όμορφη πηγή   και προσφορές κρατώντας  και  πήγα στο βωμό να θυσιάσω στους θεούς  να αποτρέψουν τα κακά. Και τότε είδα να φεύγει αετός προς το βωμό του Φοίβου και έχασα τη φωνή μου. Κατατρομαγμένη έμεινα. Ύστερα είδα ένα γεράκι σαΐτα  που όρμησε πάνω του και με τα νύχια τον μάδαγε κι αυτός μάζεψε τα φτερά του. Και στέκονταν.
Φοβερά όσα είδα, και για σας  που ακούτε. Να το ξέρετε όμως καλά. Ο γιος μου αν νικήσει θα γίνει ξακουστός. Αν νικηθεί όμως, δε θα δώσει λόγο. Το ίδιο θα την αφεντεύει τη γη αυτή. Φτάνει να γυρίσει.

ΧΟΡΟΣ
Οι συμβουλές μας, μητέρα,  ούτε  θα σε φοβίσουν ούτε θα σου δώσουν θάρρος. Αν είδες κακό σημάδι, πρόσπεσε στους θεούς και ζήτα να αποτρέψουν το κακό.  Αυτό πρώτα. Να τα γυρίσουν όλα προς στο καλό. Για όλους. Έπειτα να κάνεις χοές στη γη  και στους νεκρούς. Και ζήτα απ’ τον  Δαρείο  τον άντρα σου,  που είδες, να σας στέλνει χαρές απ’ τον κάτω κόσμο και της ζωής σας τα ενάντια να τα αφανίζει. Αυτά  η ψυχή μου συμβουλεύει. Ολόψυχα. Και τέλος να έχουν όλα καλό.

ΑΤΟΣΣΑ
Είστε οι πρώτοι που ακούσατε το όνειρο και με συμβουλέψατε καλά για το παλάτι και το γιο μου.  Ας έχουν όλα καλή έκβαση.
Όλα όσα είπατε θα τα κάνω στους θεούς και τους νεκρούς όταν γυρίσω στο παλάτι.
Όμως θέλω να μάθω κι αυτό, φίλοι μου... Σε ποια μεριά της γης είναι η Αθήνα;

ΧΟΡΟΣ
Μακριά. Στη δύση.  Εκεί που δύει ο βασιλιάς Ήλιος.

ΑΤΟΣΣΑ
Και τη λαχτάρησε ο γιος μου να την κατακτήσει;

ΧΟΡΟΣ
Γιατί όλη τη Ελλάδα θα γίνει τότε υπήκοος του βασιλιά.

ΑΤΟΣΣΑ
Έχουν κι αυτοί πολύ στρατό όσο εμείς;

ΧΟΡΟΣ
Τέτοιο που έκανε δεινά στους Μήδους.

ΑΤΟΣΣΑ
Τόξα βαστούν;

ΧΟΡΟΣ
Κοντάρι και ασπίδα. Και μάχονται σώμα με σώμα.

ΑΤΟΣΣΑ
Και έχουν πλούτη στα σπίτια τους;

ΧΟΡΟΣ
Φλέβα ασήμι υπάρχει σ’ αυτούς. Θησαυρός της γης.

ΑΤΟΣΣΑ
Ποιος  τους εξουσιάζει και κυβερνάει το στρατό;

ΧΟΡΟΣ
Κανενός άνδρα δεν ονομάζονται δούλοι ούτε υπήκοοι.

ΑΤΟΣΣΑ
Και πως στέκονται οι άνδρες και πολεμούν τους εχθρούς;

ΧΟΡΟΣ
Όπως και στο στρατό του Δαρείου αντίκρυ έμειναν και του προκάλεσαν πολλές φθορές.

ΑΤΟΣΣΑ
Τα λόγια σου είναι τρομακτικά και πληγώνουν την καρδιά της μάνας.

(Στην άκρη της σκηνής – τρέχοντας – εμφανίζεται Πέρσης αγγελιοφόρος)

ΧΟΡΟΣ
Αλλά νομίζω ότι όλη την αλήθεια  θα τη μάθουμε γρήγορα.  Από αυτόν τον Πέρση άνδρα  που έρχεται τρέχοντας και φέρνει τα νέα. Σίγουρα. Καλά ή κακά.

(Ο Αγγελιαφόρος φτάνει ταραγμένος μπροστά στο χορό)

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Της Ασίας ολόκληρης χωριά και πόλεις! Γη της Περσίας του πλούτου λιμάνι! Ένα χτύπημα  τα σώριασε όλα.   Το άνθος της Περσίας χάθηκε.
Ωι  είναι κακό να φέρνεις πρώτος τα νέα για τη συμφορά! Αλλά είναι ανάγκη να  πω όλα τα παθήματα, Πέρσες. Όλος ο βαρβαρικός στρατός μας καταστράφηκε.

ΧΟΡΟΣ
Μαύρα. Μαύρα δεινά. Και χαμός  ανήκουστος. Ωι Πέρσες κλάψτε ακούγοντας.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Όλα. Όλα  τελείωσαν. Και γω τον ήλιο ανέλπιστα βλέπω.

ΧΟΡΟΣ
Ω! Ήταν γραφτό να ζήσω πολλά χρόνια! Για να δω το χαμό. Τον αβάσταγο.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ήμουν μπροστά  του ο ίδιος! Δεν τ’ άκουσα. Θα σας πω πως μας βρήκαν οι συμφορές.

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, μεγάλα δεινά! Των τοξοφόρων, αμέτρητα πλήθη απ’ τη γη της Ασίας  Αχ πήγαν στην Ελλάδα. Για να πεθάνουν.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Γεμίζουν από δυστυχισμένους  νεκρούς  της Σαλαμίνας οι ακτές. Και όλος ο τόπος!

ΧΟΡΟΣ
Ωι Ωι. Κυματοδαρμένα σώματα φίλων Πνιγμένα. Τυλιγμένα χιτώνες. Στον αφρό και Στα έγκατα.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τα τόξα  τους είναι άχρηστα. Όλους τους έπνιξαν των τριηρών τα έμβολα.

ΧΟΡΟΣ
Κλάψτε φρικτά  για τους δύστυχους με θρηνητική φωνή. Όλα των Περσών οι θεοί τα ανέτρεψαν. Καταστράφηκε ο στρατός μας.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ωι Σαλαμίνα εχθρικό όνομα δεν θέλω να το ακούω.   Φρικτή ανάμνηση της Αθήνας.

ΧΟΡΟΣ
Μισητή η Αθήνα στους δύστυχους! Στην ψυχή μου καρφώθηκε Τις Περσίδες ορφάνεψε από γιους κι από άντρες.

ΑΤΟΣΣΑ
Αυτή η συμφορά δεν έχει άλλη όμοια.  Έμεινα άφωνη. Ούτε να σιωπήσω μπορώ αλλά ούτε να ρωτήσω τα πάθη μας. Όμως πρέπει οι θνητοί να τ’ αντέχουν αυτά που οι θεοί στέλνουν. Κράτα τώρα την καρδιά σου. Και πες. Ανιστόρησε.
Ποιος σώθηκε; Ποιον αρχηγό να κλάψουμε που ταγμένος πρώτος, ο χαμός του τον στρατό μας αφάνισε;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο Ξέρξης ο ίδιος ζει και βλέπει το φως

ΑΤΟΣΣΑ
Φως ο λόγος  στο παλάτι μας! Άσπρη μέρα σε θεοσκότεινη νύχτα αιώνια!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο Αρτεμβέργης ο δυνατός αρχηγός με τα χίλια άλογα  στις κοφτερές  ακτές των Σιληνιών χτυποδέρνεται.
Τον μεγάλο χιλίαρχο Δαδάκη   κοντάρι τον πήρε απ’ το καράβι.   Και ο Τεναγώνας  ο πρώτος των Βακτρίων στριφογυρνάει στη θάλασσα της Σαλαμίνας του Αίαντα.
Ο Λίλαιος και ο Αρσάμης και ο Αργήστης οι τρεις, στους βράχους του νησιού χτυπιόνται.
Κι ο Φαρνούχος, του Νείλου ο γείτονας και ο Αρκτέας και ο Αδεύης και ο Φερισεύης μαζί. Στο ίδιο καράβι μαζί βούλιαξαν.
Ο Μάταλλος, δέκα χιλιάδες ορίζοντας, η πλούσια ξανθιά του γενειάδα χρωματίστηκε κόκκινη πέφτοντας.
Και ο Μάγος ο Άραβος και Αρτάβης ο Βάκτριος –  ο αρχηγός των τριών χιλιάδων μαύρων ιππέων – στην ξέρα  έπεσε και εκεί θάφτηκε.
Και ο Αμίστρης  και ο Αμφιστρέας – παίκτης κονταριού  αντροκτόνου και ο γενναίος Αριόμαρδος που έριξε τις Σάρδεις  στο πένθος, και ο Σεισάμης των Μυσών και ο Θάρυβης, αρχηγός πέντε φορές πενήντα καραβιών θρέμμα της Λύρνας – γερός και ωραίος – κακήν κακώς  πάει. Κάτω κείτεται. Και ο Συένεσης, της Κιλικίας ο άρχοντας ο πρώτος στην τόλμη. Σε πλήθος  ενάντια τρισδόξαστος έπεσε. Αυτά για τους άρχοντες. Όσα θυμήθηκα. Μύριες είναι οι συμφορές, τις λίγες σας είπα.

ΑΤΟΣΣΑ
Ωι  τα μεγαλύτερα κακά ακούω! Σπαραγμός και ντροπή μας τους Πέρσες! Πες όμως   για τους Έλληνες. Τόσα καράβια  είχαν, που τόλμησαν  ν’ αντιβγούν στον περσικό στρατό; Μπήγοντας έμβολα;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αν ήταν για τον αριθμό, θα νικούσαμε, βασίλισσα. Όλα τους  τα πλοία στα τριακόσια θα έφταναν – και τα  δέκα ήταν τα καλύτερα. Ο Ξέρξης  χίλια  είχε κι άλλα διακόσια  επτά που ήταν πολύ γρήγορα. Αυτοί ήταν οι αριθμοί. Δε χάσαμε  όμως για τους αριθμούς. Κάποιος δαίμονας μας ρήμαξε.   Τη χτύπησε τη ζυγαριά  την έκλινε  στο μέρος τους. Θεοί τη σώζουν  την πόλη της Παλλάδας.

ΑΤΟΣΣΑ
Ακόμα η Αθήνα είναι απόρθητη;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Άντρες άμα έχει, έχει κάστρο άπαρτο.

ΑΤΟΣΣΑ
Πες για τα καράβια.. Πως άρχισαν;  Οι Έλληνες πρώτοι ή ο γιος μου σίγουρος για τον εαυτό του;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Πρώτος άρχισε, δέσποινα,  με την οδηγία κάποιου κακού πνεύματος ή κάποιου θεού .   Ήρθε απ’ το στρατό των Αθηναίων ένας στο γιο σου και είπε:
«Όταν  απλώσει η νύχτα το σκοτάδι θα ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν. Όπως όπως».
Και μόλις τ’ άκουσε ο Ξέρξης, χωρίς να σκεφτεί δόλο του Έλληνα ή φθόνο θεού φώναξε  τους ναύαρχους όλους και πρόσταξε: «Όταν πάψει ο Ήλιος  να καίει  το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι, να παρατάξτε τα καράβια σας να φράξετε  το δρόμο σε  τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ’ άλλα να κυκλώσετε  γύρω από το νησί του Αίαντα. Και να φυλάτε  τα στενά και τα περάσματα. Αν απ’ τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες βρίσκοντας δρόμο  τα καράβια, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε».
Έτσι τους είπε. Βέβαιος και ανύποπτος – δεν ήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.
Και την ίδια ώρα  οι Έλληνες ήρεμα  και πειθαρχημένοι ετοίμαζαν να φάνε. Οι ναύτες  περνούσαν τα κουπιά στους σκαρμούς και μετά που έδυσε ο ήλιος και η νύχτα έρχονταν πέρασαν όλα τα καράβια σε σχηματισμούς. Παρακινούσαν και κρατούσαν την τάξη όπως ορίστηκε ο καθένας. Προχωρούσε  η νύχτα και τελείωνε και αυτοί πουθενά δε δοκίμασαν να φύγουν.
Και   όταν ξημέρωσε, όταν  ανέβηκε το άρμα της ημέρας  τότε απ’ τα καράβια τους αντήχησε χαρούμενη βοή σαν τραγούδι και τα βράχια γύρω αντιλάλησαν. Φόβος μας έπιασε  που γελαστήκαμε. Δεν ήταν το τραγούδι τους ήχος φυγής  . Παιάνας ήταν. Να ορμήσουν. Και οι σάλπιγγες τους φλόγιζαν τα κουπιά αμέσως τότε  ακούστηκε το σύνθημα.
Και τα καράβια ήρθαν γρήγορα μπροστά μας.

Πρώτη προχώρησε η δεξιά πλευρά. Αλφαδιασμένα. Και όλα  τα άλλα πίσω τους. Και αντήχησε τότε μυριόστομο:
«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ', ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».
(«Εμπρός, τέκνα των Ελλήνων, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα ιερά των πατρογονικών θεών σας, τους τάφους των προγόνων σας τώρα ο αγώνας είναι για τα πάντα».)