Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Βρίζοντας και πολεμώντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης


Ξέρουμε ότι στην σημερινή εποχή που ζούμε, πρέπει να προσέχεις τον τρόπο που μιλάς και φυσικά να δείχνεις τον απαιτούμενο σεβασμό στον συνομιλητή σου. Αυτό φυσικά δεν ίσχυε στην Επανάσταση του 1821. Εκεί οι "τρόποι" έμεναν στο σπίτι.

Εκείνος από τούς αρχηγούς του '21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ' όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο μεγάλος Έλληνας Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης
. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ' ένα δύσκολο γι' αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Η βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη, που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.

Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ' όλους τούς συμπολεμιστές του και σ' όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, ...είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ...».
Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει...».

Κάποτε στα χρόνια του εμφυλίου τον πέρασαν απο δίκη.... και όταν εκείνος αρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους για να δικαστεί τους είπε: «Γιατί μωρέ με φέρατε εδώ; Ποιο παράνομο έκανα;»
Εκείνοι κίτρινοι από ντροπή σαν είδαν την περηφάνια του, δειλά του είπαν: «Για τη γλώσσα σου θα σε δικάσουμε Καραϊσκάκη».
Τότε εκείνος απήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί αν με δικάσετε για τη γλώσσα μου, εφτά ζωές να είχα, δεν θα τη γλύτωνα. Το έχω χούϊ μωρέ. Δεν είμαι όμως κακός Έλληνας εγώ».
Τότε ένας δικαστής του είπε: «Καραϊσκάκη σου είπαμε να το κόψεις αυτό το χούϊ!».
Και ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Κυρ - Πάνο είσαι περίπου 70 χρονών. Σου έχω πεί πολλές φορές να κόψεις το χούϊ που έχεις να γκαστρώνεις τις τσούπρες. Εσύ όμως δεν τόκοψες». Και συνέχισε: «Εσείς μωρέ δεν βλέπετε τις προστυχιές που κάνετε με τους αγάδες και τους μπέηδες;» Έκανε μεταβολή και έφυγε. Η δίκη γελοιοποιήθηκε αλλά απόφαση έβγαλε.

Να πως αναφέρεται στα Ελληνικά Χρονικά (είχαν βάλει την χερούκλα τους ο Μαυροκορδάτος και ο Γιαννης ο Ράγκος): «ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκοισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος από τον Ομέρ πασάν εζήτησε μπουγιουρντί δια να γίνει καπετάνιος των Αγράφων. υπόσχετο εις τον εχθρόν να πιάσει την Τατάραιναν (το μοναστήρι της Τατάρνας) με χιλίους στρατιώτας και ευμβούλευε να έβγη ο αποστάτης Βαρνακιώτης μαζί με χιλίους εις το Ξηρόμερον; «υπέσχετο εις τον εχθρόν να τραβήξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδος.»
για να απαντήσει με επιστολή ο Καραϊσκάκης κάνοντας τους και πλάκα απο πάνω.
«έμένα η κακή τύχη μου και αρρώστησα οπίσω. Δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τους αφορισμούς όπου μου εκάμετε, και σας παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλεί και μια ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως..».

Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».

Ο Καραϊσκάκης απάντησε με άλλη επιστολή:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του - σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι' αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων.
Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει, απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε... έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν' ακούσεις τα κερατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατάδες... Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»

- Ήταν στα 1823. Ύστερα απ τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.: «Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο».
Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα: «Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού. Ούτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε εμείς»

- Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ' τη φυματίωση κατά το 1823.
- Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ο γιατρός.
- Ο πούτσος μου έπεσε, ωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!, του λέει!

Την ίδια εποχή και ενώ ήταν ακόμα άρωστος,ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
"Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ' το μουλάρι μου και το τάζω," είπε χαμογελώντας πικραμένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ' την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως' πάντα είπε τ' αστείο του:
«Που νά' ξερα εγώ Παναγιά μ' πως ήθελες του μπλάρι μ' για να με γιάν'ς τόσο καιρό».

_ Είπε: "Αν ζήσω θα τους γαμήσω!Αν πεθάνω θα μου κλάσουν τον μπούτσο.."

- Είπε: "Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο".

Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός και ο Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια:
"'Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς."



πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2010/04/blog-post_18.html#ixzz1CVEnfIGU