Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Δημήτριος Ίτσιος




Ο ηρωικός έφεδρος λοχίας


Ο Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε το 1906 στην ακόμα σκλαβωμένη τότε Μακεδονία από Βλάχους γονείς. Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος λοχίας και υπηρετούσε στο Μπέλες, πάνω από το χωριό του, τα Άνω Πορόια Σερρών.

Στην κορυφογραμμή του Μπέλες ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα φυλάκια προκάλυψης της «γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από την οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυρόδετα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κρούσια κι αμέσως μετά, να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.

Κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες, στις 6 Απριλίου 1941, ο έφεδρος λοχίας Ίτσιος βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου Π8.



Ξημέρωσε… καυτό μολύβι


Είναι 5:15΄ το ξημέρωμα, όταν ψηλά στην «Ομορφοπλαγιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται συντροφευμένο από ομοβροντίες Γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση.

Οι υπερασπιστές της προκάλυψης ανταπαντούν.

Τα μάτια του Ίτσιου και των συντρόφων του κατακόκκινα απ’ την ολονύχτια αγρυπνία ερευνούν πόντο - πόντο το έδαφος μπροστά τους. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση. Η προκάλυψη αντιστέκεται ηρωικά.

Ο ήλιος, στις πλαγιές του Μπέλες, αρχίζει σιγά - σιγά το καθημερινό του ανηφόρισμα. Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και ξερνούν σίδηρο και φωτιά. Στη σφοδρότητα των επίγειων και ουράνιων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.

Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους. Ατσάλινοι οι υπερασπιστές τους καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βουτούν και ξαναβουτούν με λύσσα σκορπώντας φωτιά και όλεθρο. Τα οχυρά αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης.

Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9, σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που, περικυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι…

Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα βρίσκονται Έλληνες με ψυχή, θρεμμένοι με τα ιδεώδη της ελευθερίας, με τα ιδανικά της αυτοθυσίας. Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης… Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς. Αλλά, δεν τους νοιάζει.

Το πυροβολείο Π8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια, που οι υπερασπιστές του είναι διατεθειμένοι να τα «ξοδέψουν» με τη «δέουσα τσιγκουνιά».


Η διαταγή του ήρωα



Κάποια στιγμή ο λοχίας Ίτσιος βλέποντας το μάταιο της θυσίας, διατάζει τους στρατιώτες της μονάδας του να εγκαταλείψουν το Π8. Ο ίδιος θα μείνει και θα προσπαθήσει να εξοντώσει μόνος του τους Γερμανούς εισβολείς. Μερικοί υπακούουν. Οι Ανωπορογιώτες όμως μένουν. Φίλοι και σύντροφοι στις δουλειές και στα γλέντια στο χωριό. Πιστοί συμμαχητές του τώρα στο Π8, στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων, στη θυσία.

Μεθυσμένος ο Ίτσιος από τους καπνούς και τη βαριά μυρωδιά της μπαρούτης, αλλά και σε κατάσταση έκστασης, αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού του.

Γυαλίζουν τα κράνη των σκοτωμένων Γερμανών στρατιωτών της Βέρμαχτ στον απριλιάτικο ήλιο. Οι επιθέσεις συνεχίζονται, πληθαίνουν, σκληραίνουν. Μα ο Ίτσιος δεν σταματά με το πολυβόλο του να σκορπά τον όλεθρο και το θάνατο στο Γερμανό εισβολέα. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.

Γιατί αυτός δεν κιότεψε λεπτό… Η καρδιά του χτυπούσε για τα «αδέρφια» του! Πολεμούσε για όλους τους Έλληνες. Ένας για όλους!


Νεκρό το τηλέφωνο 


Η χαρά της θυσίας για την πατρίδα δίνει φτερά στην ψυχή, στα χέρια, στο πολυβόλο του λοχία. Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν τον ελεύθερο χώρο του πολυβολείου. Το τηλέφωνο με τη Διοίκηση από ώρα έχει σιγήσει. Κάποια στιγμή τελειώνουν τα πυρομαχικά.

Αμέσως μετά ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή. Οι Γερμανοί λουφάρουν. Αυτό φαίνεται, περίμεναν. Το τελείωμα των φυσιγγιών. Ο λοχίας με τους συντρόφους του γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Πολέμησαν για την πατρίδα, για τις οικογένειές τους, τους φίλους τους. Ξέρουν πως μάλλον δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους, για τους οποίους υπεραμύνθηκαν.

Με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του φρουρίου τους. Τα άδεια φυσίγγια την έχουν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω. Στο γεμάτο από καπνούς, μυρωδιά μπαρούτης και θάνατο αέρα του βουνού.

Είναι προχωρημένο απόγευμα. Κράτησαν για καλά. Στην κατάσταση αυτή -μισοζαλισμένοι και ιδρωμένοι από την περίεργη σιωπή - ούτε που κατάλαβαν την περικύκλωσή τους, άοπλοι αυτοί, από ομάδα Γερμανών.


Άπταιστα ελληνικά ο Ναζί


Ο επικεφαλής αξιωματικός σε άπταιστα ελληνικά διατάσσει να παρουσιαστεί ο αρχηγός του φρουρίου Π8.

Η σκηνή που ακολουθεί, ζωντανεύει, χωρίς υπερβολή, την Αλαμάνα με το Διάκο της πάνω στα Μακεδονικά βουνά. Ευθυτενής, με αγέρωχη αξιοπρέπεια χωρίς ίχνος πρόκλησης και ανόητης επίδειξης, κάνει ο Ίτσιος δυο - τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει:

- Ίτσιος Δημήτριος, Λοχίας Πεζικού.

Ξαφνιάζεται ο άλλος. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλληκάρι.

- Συγχαρητήρια λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου.

Αμέσως μετά του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο, και δείχνοντας του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών του - πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση - του λέει:

- Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου.

Ο Ίτσιος γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά:

- Έπραξα το καθήκον μου.

- Εσύ έπραξες το καθήκον σου. Τώρα η σειρά μου να «εκτελέσω» κι εγώ το δικό μου καθήκον.

Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο του παλληκαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ.


Η πρώτη εν ψυχρώ εκτέλεση


Πέφτει άψυχο το παλληκάρι στα πόδια του εκτελεστή του. Μια αυλακιά άλικο αίμα πνίγει τα πρώτα αγριολούλουδα της «Ομορφοπλαγιάς» σημαδεύοντας τα όρια της γενναιότητας της πατριδολατρίας και της θυσίας από τη μια και της βαρβαρότητας, του φασισμού και της απανθρωπιάς από την άλλη. Ψυχρή, εγκληματική δολοφονία!

Ο Γερμανός ήξερε καλά πως τη στιγμή εκείνη, διέπραττε ένα έγκλημα πολέμου, μια στυγνή κι αποτρόπαια δολοφονία, μπροστά στα απορημένα βλέμματα των δικών του στρατιωτών και στα γεμάτα πίκρα και αγανάκτηση βλέμματα των συμπολεμιστών του Ίτσιου. Επειδή, ο λοχίας τους, δεν έπεσε. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Έφυγε από τη ζωή άδικα, μια όμορφη Απριλιάτικη ημέρα στην καρδιά της άνοιξης…

Η θυσία του έχει καταγραφεί σε σχετική πολεμική έκθεση του 111/70 τάγματος Πεζικού, όπου μεταξύ των άλλων, αναφέρονται:

«….ο γενναίος Ίτσιος Δημήτριος με το σκληρό θάνατό του θα εισέλθει στο πάνθεον των ηρώων και η ιστορία θα αναγράφει το όνομά του προς παραδειγματισμό των επερχόμενων γενεών....»


Όταν πήγε η γυναίκα του


Το πτώμα του, μαζί με αυτά των άλλων συμπολεμιστών του, ετάφη στην Ομορφοπλαγιά.

Το 1946, η σύζυγός του, Άννα, μαζί με άλλους συγχωριανούς, ξέθαψαν και μετέφεραν τα οστά του και των άλλων πεσόντων στο Ηρώο του χωριού Άνω Πορόια. Είναι η χρονιά που απονέμεται μεταθανάτια στο λοχία ο βαθμός του Επιλοχία και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα και το θάρρος του.

Πολλά χρόνια μετά στήνεται στην «Ομορφοπλαγιά» και κοντά στο θρυλικό πλέον Π8 αναμνηστική στήλη, το δε στρατόπεδο που υπάρχει στο χώρο της θυσίας του ονομάζεται «Στρατόπεδο Ίτσιου».

Στις 10 Αυγούστου 1980, σε επίσημη τελετή γίνονται τα αποκαλυπτήρια της γλυπτικής σύνθεσης της κεντρικής πλατείας του χωριού Άνω Πορόια.



- Ίτσιος Δημήτριος του Ευσταθίου...

- Παρών!





Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Ο Αγησίλαος Β΄



Ο βασιλιάς Αγησίλαος Β΄ , ο οποίος κατάγεται από την γενιά του Ηρακλή, βασίλευσε στη Σπάρτη από το 399 έως το 360 π.Χ. Όταν πέθανε ο βασιλιάς Άγης διεκδίκησαν την εξουσία ο Λεωτυχίδας, που ήταν γιος του Άγη, και ο Αγησίλαος, που ήταν γιος του Αρχίδαμου. Η πόλη αποφάσισε ότι ο πιο κατάλληλος για να εκλεγεί ήταν ο Αγησίλαος και για τη γενιά του και για την αρετή του και τον ανακήρυξε βασιλιά.

Η εκστρατεία του Αγησίλαου στη Μ. Ασία

Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Αγησίλαος, ήρθε η είδηση ότι ο βασιλεύς των Περσών συγκεντρώνει στρατό στην Ασία, για να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος. Ενώ οι Έλληνες συσκέπτονταν για το πώς θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, ο Αγησίλαος πρότεινε να του παρέχουν στρατεύματα οι Έλληνες, ώστε να περάσει στην Μικρά Ασία και να διεξάγει εκεί τον πόλεμο. Όλοι τον θαύμασαν γι’ αυτήν τη σκέψη!! Ο Αγησίλαος δεν ήθελε αμυντικό πόλεμο στα εδάφη της Ελλάδος.

Πράγματι, ο Αγησίλαος φθάνει στην Μικρά Ασία και αμέσως ο Τισσαφέρνης κάνει ανακωχή μαζί του. Ο Αγησίλαος διαβεβαίωσε ενόρκως με τη σειρά του ότι θα τηρήσει τίμια την ανακωχή, καθορίζοντας τη διάρκεια της συμφωνίας για τρεις μήνες.

Ο Τισσαφέρνης όμως παραβίασε αμέσως όσα υποσχέθηκε με τον όρκο του, γιατί αντί να προσπαθήσει να επιτύχει την ειρήνη, έστειλε και ζήτησε από το βασιλιά πολύ περισσότερο στράτευμα, απ' όσο είχε προηγουμένως. Ο Αγησίλαος ωστόσο, αν και το κατάλαβε, συνέχιζε να τηρεί την ανακωχή. Αυτή ήταν η πρώτη σωστή ενέργεια που έκανε: Από τη μια δηλαδή εμφάνισε σε όλους τον Τισσαφέρνη επίορκο και αναξιόπιστο, ενώ από την άλλη απέδειξε ότι ο ίδιος πρώτα απ' όλα μένει σταθερός στον όρκο του και δεν παραβιάζει τη συνθήκη και πέτυχε όλοι οι Έλληνες και οι βάρβαροι να συμπαραταχθούν με θάρρος στο πλευρό του, αν ήθελε να επιχειρήσει κάτι.

Όταν λοιπόν ο Τισσαφέρνης πήρε μεγάλο θάρρος από την άφιξη του νέου στρατεύματος, προειδοποίησε τον Αγησίλαο ότι θα πολεμήσει, αν δεν αποχωρήσει από την Ασία. Ο Τισσαφέρνης λοιπόν πίστεψε ότι ο Αγησίλαος πράγματι θα επιτεθεί στην περιοχή του, στην Καρία

Ο Αγησίλαος όμως, άλλαξε δρόμο και αντί για την Καρία κατευθύνθηκε προς τη Φρυγία. Όσες πόλεις συνάντησε στο δρόμο τις κυρίευσε, ωστόσο δεν φέρθηκε με σκληρό τρόπο. Τι έκανε λοιπόν ο Αγησίλαος; 1) προσέγγιζε ήπια τους εχθρούς, 2) φερόταν ανθρώπινα στους αιχμαλώτους, 3) φρόντιζε τα ορφανά, ώστε να μην πωληθούν στα σκλαβοπάζαρα, και τα έβαζε σε καταλύματα, 4) όσοι ήταν γέροι δεν τους άφηνε στους δρόμους να τους φάνε τα σκυλιά και λύκοι. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι να τον συμπαθούν ακόμη και οι αιχμάλωτοί του.

Η μάχη με τον Τισσαφέρνη δόθηκε στον Πακτωλό ποταμό, όπου οι Έλληνες θριάμβευσαν. Ο Τισσαφέρνης αποκεφαλίσθηκε από τον βασιλιά των Περσών.

Η μάχη της Κορώνειας

Στη μάχη της Κορώνειας, όταν ο Αγησίλαος νίκησε τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους, του ήρθε η είδηση ότι περίπου 80 Θηβαίοι έχουν βρει καταφύγιο σε ιερό ναό. Τότε διέταξε, όχι μόνο να μην τους πειράξει κανείς, αλλά και να τους φυγαδεύσει η προσωπική του φρουρά, μέχρι να βρεθούν σε ακίνδυνο μέρος.

Η ευσέβεια του Αγησίλαου

Ο Αγησίλαος σε τέτοιο βαθμό σεβόταν τα ιερά, με αποτέλεσμα ακόμη και οι εχθροί του να θεωρούν τους όρκους και τις συνθήκες του πιο αξιόπιστες απ' ό,τι τη φιλία τους.

Η δικαιοσύνη του Αγησίλαου στις οικονομικές συναλλαγές

Όταν η πόλη του πήρε την απόφαση ότι του ανήκει ολόκληρη η περιουσία του Άγη, έδωσε τα μισά στους συγγενείς από τη μητέρα του, γιατί τους έβλεπε ότι ζούσαν μέσα στη φτώχεια.

Η φιλοπατρία του

ο Αγησίλαος σε οποιαδήποτε περίπτωση πίστευε ότι θα ωφελήσει την πατρίδα, δεν λογάριαζε τους κόπους, δεν προσπαθούσε ν' αποφύγει τους κινδύνους, δεν λυπόταν τα χρήματα, δεν έβρισκε ως δικαιολογία τη σωματική του κατάσταση, ούτε τα γεράματα, αλλά πίστευε ότι αυτό είναι το καθήκον του σωστού βασιλιά, να κάνει όσο περισσότερα καλά μπορεί σ' αυτούς που κυβερνά.
όταν έφτασε η είδηση ότι στη μάχη της Κορίνθου σκοτώθηκαν οκτώ Λακεδαιμόνιοι και σχεδόν δέκα χιλιάδες αντίπαλοι, πράγματι όχι μόνο δεν χάρηκε, αλλά είπε: «Αλίμονο, Ελλάδα, γιατί οι τωρινοί νεκροί, αν ζούσαν, μπορούσαν να νικήσουν με πόλεμο όλους τους βαρβάρους».

Στην Αίγυπτο

Ο Αγησίλαος εκστράτευσε, επικεφαλής μισθοφόρων στην Αίγυπτο, για να βοηθήσει το βασιλιά Ταχώ. Οι Αιγύπτιοι άρχοντες, που πήγαν να τον προϋπαντήσουν έμειναν κατάπληκτοι, όταν είδαν ένα γέροντα με φτωχό ταπεινό χιτώνα, ξαπλωμένο στο χορτάρι ανάμεσα στους στρατιώτες του, να τους τον παρουσιάζουν σαν το μεγάλο Αγησίλαο, που η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας. Δυσαρεστημένος από τον Ταχώ, ο Αγησίλαος βοήθησε το Νεκτάναβι να πάρει τη βασιλεία, παίρνοντας για αμοιβή 230 τάλαντα.

Ανακεφαλαίωση και επίλογος

Ο Αγησίλαος σεβόταν τους ναούς ακόμη και στην εχθρική γη, γιατί είχε τη γνώμη ότι πρέπει να έχει κανείς τους θεούς συμμάχους το ίδιο στην εχθρική και στη φιλική χώρα. Αρνιόταν να του στήσουν άγαλμα, αν και πολλοί ήθελαν να του κάνουν δώρο, ποτέ όμως δεν σταμάτησε με ζήλο να καταγίνεται με τα μνημεία της ψυχής. Αν και ήταν πολύ ήρεμος απέναντι στους φίλους, προξενούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς.
Οι συγγενείς του τον αποκαλούσαν στήριγμα της οικογένειας, οι φίλοι του πρόθυμο, όσοι του πρόσφεραν κάποια υπηρεσία άνθρωπο που το αναγνώριζε, όσοι αδικούνταν υπερασπιστή τους και όσοι βέβαια πέρασαν μαζί του κινδύνους σωτήρα μετά από τους θεούς. Από ποια νιάτα λοιπόν δεν φάνηκαν ανώτερα τα δικά του γεράματα; Ποιος προξενούσε στην ακμή της ηλικίας του τόσο φόβο στους εχθρούς, όσο ο Αγησίλαος στην πιο προχωρημένη ηλικία;
Πηγή: Όλα αυτά τα αναφέρει ο Ξενοφών που πολέμησε πλάι – πλάι  με τον Αγησίλαο. Ενώ από τον Παπαρρηγόπουλο πληροφορούμαστε τα κάτωθι:

« Ο Αγησίλαος ήτο τότε τεσσαρακοντούτης περίπου' και επειδή είχεν ανατραφή μηδεμίαν έχων προσδοκίαν του να βασιλεύση ποτέ, ενησκήθη ακριβέστατα περί την σπαρτιατικήν δίαιταν και πειθαρχίαν. Ήτο δε αφελής τους τρόπους και τα ήθη, προσηνής προς τους συμπολίτας, ευπειθής εις τας αρχάς και προς τούτοις ού μόνον μικρός το ανάστημα, αλλά και ισχνός, και χωλός τον έτερον των ποδών» ...]