Το «Έπoς του Διγενή Ακρίτα»
Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτα είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.Υπόθεση του έργου
Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν. Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Διγενής εξιστορεί και δύο περιπτώσεις στις οποίες απάτησε την γυναίκα του: με μια άγνωστη κοπέλα από την Αραβία, την οποία συνάντησε σε κάποια περιπλάνησή του, και με την Αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στην μονομαχία. Σε μία παραλλαγή του ποιήματος ο Διγενής στην συνέχεια σκότωσε την Μαξιμώ από τύψεις. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.
Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες». Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος διέλυσε ουσιαστικά τους ακρίτες όταν κατάργησε το αφορολόγητο και τους επέβαλε φόρους. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, αφού πολλοί από τους ακρίτες αγανάκτησαν και πήγαν με τους Σελτζούκους Τούρκους, που την εποχή εκείνη είχαν ήδη αναπτυχθεί στις μικρασιατικές χώρες. Οι υπόλοιποι ακρίτες αφού δεν είχαν προσωπικό ενδιαφέρον για την τήρηση της ασφάλειας των συνόρων, τα παραμέλησαν με αποτέλεσμα αυτά να αφεθούν ανοιχτά στους Τούρκους και τον επεκτατισμό τους.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια