Ο δημοσιογράφος& συγγραφέας Παντελής Καρύκας φωτίζει άγνωστες πτυχές της ιστορίας απελευθέρωσης της Χίου
Ένα καταπληκτικό άρθρο για το πώς
ΔΕΝ ελευθερώθηκε η Χίος,
από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Παντελή Καρύκα ο οποίος ειδικεύεται
σε θέματα άμυνας, στρατιωτικής ιστορίας και εξωτερικής πολιτικής. Το
άρθρο του δημοσιεύθηκε στο SLpress.gr.
Τον Αύγουστο του 1827 ο αέρας της Ελευθερίας έπνεε σε ολόκληρη την
Ελλάδα. Ύστερα από 400 έτη φρικτής σκλαβιάς από τον πλέον βάρβαρο
κατακτητή της ιστορίας, ύστερα από έξι ετών αγώνες και θυσίες, πλησίαζε
επιτέλους η αυγή της ελευθερίας για την ταλαίπωρη Ελλάδα.
Δυστυχώς όμως δεν επρόκειτο να γευτεί τη χαρά της λευτεριάς ολόκληρη η
χώρα. Ανάμεσα στις παραμένουσες υπό τον τουρκικό ζυγό ελληνικές
περιοχές ήταν και η Χίος, το νησί που με το ολοκαύτωμα του 1822, ξύπνησε
την Ευρώπη από τον λήθαργό της, και έστρεψε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη
υπέρ των εξεγερμένων Ελλήνων.
Οι Χίοι όμως δεν μπορούσαν να ανεχθούν μια τέτοια εξέλιξη. Για αυτό η
εν Σύρω επιτροπή τους απέστειλε στο Ναύπλιο τον γιατρό Γ.Γλαράκη, ο
οποίος ως πληρεξούσιος τους ανέλαβε να παρακαλέσει το εκτελεστικό να
διατάξει το «Τακτικόν» (τον τακτικό στρατό), υπό τον Γάλλο συνταγματάρχη
Φαβιέρο, να εκστρατεύσει στη Χίο και να την απελευθερώσει από τον
τουρκικό ζυγό.
Ο χρόνος πίεζε διότι σε λίγο θα άρχιζαν στο Λονδίνο οι συνομιλίες για
την επίτευξη, αρχικά, ανακωχής, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίες
θα κατέληγαν τελικά στην υπογραφή της συνθήκης ειρήνης και ανεξαρτησίας
της Ελλάδας.
Σε αυτήν την περίπτωση όμως η Χίος θα παρέμενε εκτός των ορίων του
Ελληνικού κράτους, γεγονός απαράδεκτο, αν αναλογιστεί κανείς τις θυσίες
των Χίων. Ο Γ.Γλαράκης πράγματι έφτασε στο Ναύπλιο και συναντήθηκε με
τους εκπροσώπους της κυβέρνησης, τους οποίους δεν δυσκολεύτηκε να
πείσει, υποσχόμενος μάλιστα την οικονομική αρωγή των Χίων για τις
ανάγκες της εκστρατείας.
Ο Γάλλος συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, βετεράνος των Ναπολεόντειων
Πολέμων, ήρθε στην Ελλάδα το 1824, για να ενισχύσει την επανάσταση,.
Ανέλαβε την συγκρότηση και διοίκηση του Τακτικού Σώματος, αλλά
απαγοητεύτηκε πολλές φορές από την ανομία και ανοησία των κρατούντων.
Έφυγε από την Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Έτσι στις 22 Αυγούστου 1827 ο συνταγματάρχης Φαβιέρος διατάχθηκε να
εκστρατεύσει, με το υπό την οδηγία του σώμα «διά την ελευθέρωσιν της
νήσου Χίου». Αμέσως μόλις έλαβε τη διαταγή, ο Φαβιέρος ανέπτυξε τη
γνωστή του δραστηριότητα και κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τρία τάγματα
πεζικού γραμμής, συνολικής δύναμης 800 ανδρών, υπό τους ταγματάρχες
Σκαρβέλλη, Πίσσα και Σονιέρ, τον λόχο των «πυροβοληστών», δυνάμεως 150
ανδρών, εφοδιασμένο με τέσσερα πεδινά πυροβόλα των 6 λιβρών, έξι
πολιορκητικά πυροβόλα και τρία ολμοβόλα, υπό τον Γάλλο λοχαγό Ζανδέρ,
και το ιππικό, υπό τον Πορτογάλο Αλμέιδα, δυνάμεως 100 ανδρών (λογχιστές
και καραμπινιέροι) και 80 μόλις ίππων.
Παράλληλα, επειδή η δύναμη του τακτικού δεν επαρκούσε για την ανάληψη
μιας τέτοιας αποστολής, ο Φαβιέρος διέταξε τη συγκέντρωση και 1.000
ατάκτων μαχητών, οι οποίοι θα δρούσαν επιβοηθητικά των τακτικών του
τμημάτων. Συνολικά ο Φαβιέρος θα είχε στη διάθεση του για την επικείμενη
εκστρατεία 2.130 μαχητές, εκ των οποίων οι 1.130 του Τακτικού.
Ο αριθμός αυτός φαντάζει υπερβολικά μικρός, με το δεδομένο μάλιστα
της γειτνιάσεως της Χίου με τις ιωνικές ακτές. Οι Τούρκοι, οι οποίοι
διέθεταν ισχυρές φρουρές στη Χίο θα μπορούσαν άμεσα να τις ενισχύσουν με
στρατεύματα από την Μικρά Ασία. Αντίθετα τα ελληνικά τμήματα θα έπρεπε
να πολεμήσουν κατά κάποιον τρόπο αποκομμένα.
Ωστόσο η ποιότητα του ελληνικού τακτικού στρατού εξασφάλιζε την
επιτυχία, υπό την προϋπόθεση ότι ο στόλος θα κατόρθωνε να διακόψει τις
γραμμές συγκοινωνιών των τουρκικών φρουρών της Χίου με τα μικρασιατικά
παράλια.
Στις 9 Οκτωβρίου ο Φαβιέρος και το Τακτικό, πλην του ιππικού,
αναχώρησαν από τα Μέθανα με προορισμό τα Ψαρά. Το μικρό, ηρωικό νησί
είχε οριστεί ως χώρος συγκεντρώσεως των ελληνικών δυνάμεων, υπό την
προοπτική να ξεγελαστούν οι στόλαρχοι των δυνάμεων, σχετικά με τον στόχο
της εκστρατείας.
Τόσο όμως ο επικεφαλής του ενωμένου συμμαχικού στόλου, Κόδριγκτον,
όσο και ο Τούρκος διοικητής της Χίου, Γιουσούφ πασά, γνώριζαν, τον σκοπό
των ελληνικών προετοιμασιών. Οι τρεις ναύαρχοι απέστειλαν τότε έγγραφη
διαμαρτυρία προς την ελληνική κυβέρνηση και τον Φαβιέρο, ζητώντας την
ματαίωση της επιχείρησης.
Σε αντίθετη περίπτωση απειλούσαν να καταστρέψου και τον ελληνικό
στόλο, όπως κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στο Ναυαρίνο. Υπό αυτές τις
συνθήκες ο Φαβιέρος δεν μπορούσε να αναμένει τη συγκέντρωση του συνόλου
των διατεθειμένων δυνάμεων στα Ψαρά. Δεν είχε χρόνο.
Επιτυχής απόβαση
Έτσι αποφάσισε να επιταχύνει την απόβαση των τμημάτων του, όσων είχε
συγκεντρώσει, στη Χίο, το ταχύτερο δυνατό. Το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου
1827, ο ελληνικός στολίσκος προσορμίσθηκε στον Μαυρολιμένα Χίου, σε
απόσταση δύο ωρών πορείας από την πόλη.
Την επομένη το πρωί, ο Φαβιέρος με 1.030 άνδρες του Τακτικού και 20
ενόπλους Χίους υπό τον Καρδαμυλιώτη και αρκετούς ατάκτους μαχητές
αποβιβάστηκε στο νησί. Ο Τούρκος διοικητής Γιουσούφ πασά, είχε όπως
αναφέρθηκε, ήδη λάβει μέτρα για την ενίσχυση της άμυνας.
Ο ίδιος είχε υπό τις άμεσες διαταγές του 500 Τούρκους τακτικούς και
700 ατάκτους Τουρκαλβανούς πολεμιστές. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν
διατεθεί για την άμυνα του φρουρίου, που δέσποζε πάνω από τη «χώρα» (την
πόλη) της Χίου.
Στον Μαυρολιμένα, ο Γιουσούφ είχε διαθέσει 200 Τουρκαλβανούς,
οι οποίοι είχαν οχυρωθεί σε παρακείμενο λοφίσκο, επιτηρώντας το λιμάνι.
Μόλις τα ελληνικά τμήματα άρχισαν να αποβιβάζονται δέχθηκαν πυρά από
τους Τουρκαλβανούς.
Αμέσως ο Φαβιέρος διέταξε 100 περίπου άνδρες του τακτικού και τους
Χίους του Καρδαμυλιώτη να επιτεθούν εναντίον των «ταμπουρωμένων»
εχθρών. Πράγματι οι τακτικοί σχημάτισαν φάλαγγα εφόδου και με την
ξιφολόγχη επιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή τους διπλάσιούς τους Αλβανούς.
Την ίδια ώρα ο Φαβιέρος εντόπισε και ένα άλλο εχθρικό σώμα, το οποίο
είχε λάβει θέσεις σε άλλο λοφίσκο της περιοχής. Διέταξε τότε τους άνδρες
του τακτικού να επιτεθούν και εναντίον αυτών των εχθρών, αφήνοντας την
καταδίωξη των ηττημένων Αλβανών στους ατάκτους Έλληνες μαχητές.
Οι τακτικοί σύντομα διέλυσαν και το δεύτερο εχθρικό σώμα και ενώθηκαν
με τους ατάκτους, που πολιορκούσαν τον πύργο του Βαρβασίου. Μόλις
αποβιβάσθηκε το σύνολο των ελληνικών στρατευμάτων – περί τους 1.600
συνολικά άνδρες – ο Φαβιέρος οργάνωσε τρεις φάλαγγες εφόδου, οι οποίες
θα συνέκλιναν, από διαφορετικά δρομολόγια προς την πόλη της Χίου.
Επικεφαλής της πρώτης φάλαγγας, περιλαμβάνουσας το Α Τάγμα Πεζικού
(300 άνδρες) και 300 περίπου ατάκτους, τέθηκε ο ίδιος ο Φαβιέρος. Σκοπός
του Φαβιέρου ήταν να τραβήξει την προσοχή του Τούρκου φρουράρχου, έτσι
ώστε οι άλλες δύο φάλαγγες να καταλάβουν εύκολα την πόλη. Με προπομπό
τους ατάκτους το Α’ Τάγμα κινήθηκε κατευθείαν κατά της πόλης. Σε
απάντηση ο Γιουσούφ διέταξε το δικό του τακτικό τάγμα να εξέλθει του
φρουρίου και να επιτεθεί στο αντίστοιχο ελληνικό.
Ο Φαβιέρος βλέποντας το ισχυρό εχθρικό τάγμα να έρχεται εναντίον του
αποφάσισε αρχικά να διατάξει το Α Τάγμα να λάβει θέσεις σε παρακείμενα
χαλάσματα. Ο ταγματάρχης Σκαρβέλλης όμως και οι λοχαγοί, τον έπεισαν ότι
ήταν καλύτερα να παραμείνουν στις θέσεις τους, στο ανοικτό πεδίο και να
δεχθούν εκεί την έφοδο των εχθρών.
Η σφαγή της Χίου το 1822 όπως την απεικόνισε ο Νταλακρουά.
Ο Φαβιέρος δέχθηκε την γνώμη τους και το ελληνικό τάγμα σχηματίστηκε
σε γραμμή δύο ζυγών, έτοιμο να θερίσει με ομοβροντίες τους προελαύνοντες
Τούρκους. Ο διοικητής του τουρκικού τάγματος όμως, βλέποντας τους
Έλληνες να τον περιμένουν, σε τέλειο σχηματισμό, με αναπτεταμένες
σημαίες, αποφάσισε πως θα ήταν φρονιμότερο να μην επιτεθεί.
Διέταξε λοιπόν τους άνδρες του να λάβουν θέση στα παρακείμενα
ερείπια. Ο Φαβιέρος αντιλαμβανόμενος τον φόβο που ενέπνευσε το Α Τάγμα
στον εχθρό, διέταξε τότε άμεση επίθεση εναντίον του με την ξιφολόγχη,
πριν προλάβει να εγκατασταθεί αμυντικά στα ερείπια.
Το Α Τάγμα, υπό τους ρυθμικούς ήχους των τυμπάνων,
μετασχηματίστηκε σε δευτερόλεπτα από σχηματισμό γραμμής δύο ζυγών, σε
φάλαγγα εφόδου, ανά διλοχία, βάθους έξι ζυγών, και με την πολεμική
σημαία του τάγματος επικεφαλής και με προτεταμένες τις μήκους 45
εκατοστών ξιφολόγχες, όρμησε στον εχθρό με ιαχές, αλλά απολύτως
συντεταγμένο.
Οι Τούρκοι δεν άντεξαν ούτε το θέαμα της εφόδου και αφού ορισμένοι
από αυτούς έβαλλαν άκαιρα πυρά, τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας τις
θέσεις τους. Το Α Τάγμα τους καταδίωξε και τους προκάλεσε πολύ σοβαρές
απώλειες. Τρελοί από φόβο οι Τούρκοι τακτικοί κατέφυγαν στο φρούριο της
πόλης, όπου βρήκαν σωτηρία πίσω από τα τείχη και τα κανονιοστάσιά του.
Ύστερα από την νέα νίκη των Ελλήνων, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν αμαχητί την
πόλη και κλείστηκαν στο φρούριο.
Ο Γιουσούφ μάλιστα είχε ειδοποιήσει ένα ακόμα σώμα του, που βρισκόταν
στα ενδότερα του νησιού, να σπεύσει να ενωθεί με τη φρουρά του
φρουρίου. Ο Φαβέρος όμως έμαθε για το σώμα αυτό και εγκατέστησε ενέδρες
και διέλυσε και το σώμα αυτό. Ο επικεφαλής του, Σακίζ Εμινή, με 20
περίπου άνδρες του αποκόπηκε από τους υπόλοιπους επιζήσαντες άνδρες του
και κατέφυγε σε ένα οχυρό πύργο στο Βαρβάσι. Εκεί πολιορκήθηκε από τους
Έλληνες και τελικά παραδόθηκε την επομένη μέρα.
Η πολιορκία του φρουρίου της Χίου
Έχοντας διαλύσει όλα τα εκτός φρουρίου εχθρικά τμήματα, ο
Φαβιέρος διέταξε τους άνδρες του να προετοιμαστούν για την τακτική
πολιορκία του φρουρίου. Πράγματι, τα ελληνικά τμήματα, υπό την
καθοδήγηση του φιλέλληνα αντισυνταγματάρχη Αμπάτι, κατασκεύασαν
πολιορκητικά χαρακώματα, περιζώνοντας το φρούριο και κανονιοστάσια, στα
οποία έλαβε θέσεις το πυροβολικό.
Στις 20 Οκτωβρίου το ελληνικό πυρβολικό άρχισε την προσβολή
του φρουρίου, του τελευταίου εμποδίου για την απελευθέρωση της Χίου.
Ιδιαιτέρως ενοχλητικό για τους Τούρκους ήταν το ελληνικό κανονιοστάσιο
της Τουρλωτής. Από τη θέση εκείνη ο υπολοχαγός πυροβολικού
Κουτζογιαννόπουλος είχε καταπληκτική θέα του φρουρίου, και κατά
συνέπεια την ευκαιρία να εξαπολύει θανατηφόρες ομοβροντίες εναντίον
του, με τα δύο βαριά του πυροβόλα.
Ωστόσο οι πολιορκημένοι ασφυκτικά από την ξηρά Τούρκοι, είχαν την
ευκαιρία να εφοδιάζονται με τρόφιμα , πυρομαχικά και άνδρες, από τη
θάλασσα, εφόσον δεν υπήρχαν ελληνικά πολεμικά πλοία στην περιοχή, για να
τους εμποδίσουν.
Ακόμα και με λέμβους οι Τούρκοι εφοδίαζαν τις νύκτες το
φρούριο, καθιστώντας αδύνατη την εκπόρθηση του. Ο Φαβιέρος δεν μπορούσε
ούτε καν να διανοηθεί να εκτελέσει έφοδο κατά του φρουρίου, εφόσον η
πολιορκημένη φρουρά, ενισχυμένη διαρκώς, έφτασε να αριθμεί περισσότερους
άνδρες από τους πολιορκητές της!
Τότε ο Φαβιέρος ζήτησε τη συνδρομή της επιτροπής των Χίων, ώστε να
βρεθεί λύση στο αδιέξοδο. Δυστυχώς όμως, όχι μόνο δεν βρήκε υποστήριξη,
αλλά κατηγορήθηκε και για κακοδιοίκηση. Η επιτροπή μάλιστα του ζήτησε να
της υποβάλει έκθεση πεπραγμένων, και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα,
να της ζητά την έγκρισή της για κάθε του ενέργεια! Ο Φαβιέρος
οργισμένος, κατάλαβε ότι και πάλι ήταν μόνος.
Μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο Τακτικό. Και σαν να μην
έφταναν όλα τα παραπάνω, στις 29 Οκτωβρίου, ένα γαλλικό πολεμικό
αγκυροβόλησε στη Χίο και ένας αξιωματικός του συναντήθηκε με τον Φαβιέρο
ζητώντας του, με εντολή του ναυάρχου ντε Ρινί, να διακόψει την
επιχείρηση και να αποχωρήσει αμέσως από τη Χίο.
Ο Φαβιέρος απέρριψε την πρόταση και συνέχισε τον αγώνα. Την επομένη
πάντως έφτασε στη Χίο η φρεγάτα «Ελλάς», το ισχυρότερο πολεμικό του
ελληνικού στόλου, το οποίο εφοδίασε τον Φαβιέρο με πυρομαχικά και με νέα
πυροβόλα.
Στρατιώτες ελαφρού τακτικού τμήματος. Τα τμήματα αυτά άρχισαν να
συγκροτούνται μετά την έλευση του Καποδίστρια και κυρίως επί Όθωνος.
Απόβαση στη Μικρά Ασία και επιστροφή
Ύστερα από τέσσερις μέρες όμως η «Ελλάς» απέπλευσε, αφήνοντας και
πάλι ελεύθερο τον δίαυλο επικοινωνίας των πολιορκημένων με την
μικρασιατική ακτή. Τότε ο Φαβιέρος επιχείρησε να καταλάβει εξ εφόδου τον
λεγόμενο Θαλασσόπυργο, έναν πύργο, εξάρτημα του φρουριακού
συγκροτήματος, υπό την κάλυψη του οποίου οι Τούρκοι εκφόρτωναν τα εφόδια
και τους άνδρες που έφταναν από την Ιωνία.
Το εγχείρημα όμως έγινε αντιληπτό από τη φρουρά και οι 200 Έλληνες
στρατιώτες που το επιχείρησαν, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, υπό τα
συγκεντρωτικά πυρά των πυροβόλων του φρουρίου. Τότε ο Φαβιέρος συνέλαβε
ένα ακόμα πιο παράτολμο σχέδιο. Την πυρπόληση των τουρκικών μεταγωγικών
πλοιαρίων τα οποία ναυλοχούσαν στο λιμάνι του Τσεσμέ, στην μικρασιατική
ακτή.
Το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1827 το Α Τάγμα Πεζικού επιβιβάστηκε σε
πλοιάρια και υπό την κάλυψη του πυρπολικού του Κ.Κανάρη, αποβιβάσθηκε
στο Τσεσμέ. Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη επίθεση κατά των Τούρκων από
ξηράς – Α Τάγμα Πεζικού – και από θαλάσσης – πυρπολικό Κανάρη. Ο Κανάρης
όμως, λόγω της νηνεμίας δεν κατόρθωσε να επιτεθεί στην συμφωνημένη ώρα.
Το δε Α Τάγμα έγινε αντιληπτό από ισχυρότατες τουρκικές δυνάμεις που
έσπευσαν εναντίον του.
Το τάγμα τότε σχημάτισε γραμμή δύο ζυγών, έβαλλε μια
ομοβροντία κατά των Τούρκων και με τάξη επιβιβάστηκε και πάλι στα
πλοιάρια και επέστρεψε στη Χίο. Η αποτυχία της επιχείρησης πάντως
επέστρεψε στους Τούρκους να συνεχίζουν ανενόχλητοι να εφοδιάζουν τους
πολιορκημένους στη Χίο. Κάποια στιγμή ο Γουσούφ, έχοντας συγκεντρώσει
πολλούς άνδρες, αποφάσισε να πραγματοποιήσει έξοδο.
Το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου 1828 δύο τουρκικά σώματα εξήλθαν
του φρουρίου. Το ισχυρότερο, δυνάμεως 500 ανδρών, επιτέθηκε κατά του
κανονιοστασίου της Τουρλωτής, το οποίο και κατέλαβε, παρά την ηρωική
άμυνα των πυροβολητών φρουρών του.
Το δεύτερο τουρκικό σώμα, αναλόγου δυνάμεως, επιτέθηκε κατά τμήματος
του ελληνικού πολιορκητικού χαρακώματος, του οχυρώτερου σημείου της
ελληνικής γραμμής, το οποίο για αυτόν τον λόγο ο Φαβιέρος το είχε
εμπιστευθεί σε Χίους εθελοντές.
Η πυρπόλυση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη το 1822. Πιν, Νικηφόρου Λύτρα.
Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να κυριεύσουν το τμήμα αυτό του χαρακώματος και
επιχείρησαν να κυριεύσουν και το υπόλοιπο. Μόνο ένα τμήμα του
χαρακώματος, το οποίο φρουρείτο από τους άνδρες του οπλαρχηγού Γκέκα και
αποσπάσματος τακτικών, άντεξε στην τουρκική έφοδο και αμύνθηκε σθεναρά,
κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, τον οποίον αξιοποίησε ο Φαβιέρος. Ο
συνταγματάρχης διέταξε το Β Τάγμα, το οποίο τηρούσε σε εφεδρεία, να
αντεπιτεθεί άμεσα κατά των Τούρκων.
Και πάλι οι 300 τακτικοί Έλληνες στρατιώτες φάνηκαν ανώτεροι του
τουρκικού όχλου. Με μια εμπνευσμένη έφοδο οι άνδρες του ταγματάρχη Πίσσα
ανέτρεψαν τους έως τότε νικητές Τούρκους, και τους διέλυσαν
κυριολεκτικά. Παράλληλα ο Φαβιέρος τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του Γ
Τάγματος και του ιππικού, το οποίο στο μεταξύ είχε αφιχθή στο νησί, και
εκτέλεσε σφοδρή αντεπίθεση, συντρίβοντας τους Τούρκους που είχαν
καταλάβει την Τουρλωτή και ανακαταλαμβάνοντας το κανονιοστάσιο.
Οι επιζήσαντες Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν και πάλι στο
φρούριο, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 200 νεκρούς και 24 αιχμαλώτους
(άλλες πηγές κάνουν λόγο για 300 νεκρούς και 30 αιχμαλώτους), ανάμεσα
στους οποίους ήταν και ο αρχηγός των Αλβανών Αλή μπέης.
Αντίθετα οι ελληνικές απώλειες στη μεγάλη αυτή μάχη ήταν πολύ μικρές,
μόλις οκτώ άνδρες σκοτώθηκαν και 15 τραυματίσθηκαν, ανάμεσά τους και ο
Φαβιέρος και οι Χίοι οπλαρχηγοί Αναγνώστης Καρδαμυλιώτης και Νεόφυτος
Διάκος (κατ’ άλλους οι συνολικές ελληνικές απώλειες έφτασαν τους 48
νεκρούς και τραυματίες).
Η νίκη όμως αυτή, έμελλε να είναι η τελευταία. Ήδη τουρκικός
στολίσκος, υπό τον Ταχήρ πασά, έσπευδε προς η Χίο για να άρει την
πολιορκία του φρουρίου. Ο Ταχήρ είχε στη διάθεση του ένα δίκροτο των 60
πυροβόλων, μια φρεγάτα των 34 πυροβόλων και δύο βρίκια.
Απέναντι σε αυτά τα πλοία η ελληνική μοίρα αποτελείτο από το βρίκι
του Παπανικολή, των 18 πυροβόλων, μια μικρή γολέτα και το πυρπολικό του
Κανάρη. Στο μεταξύ ο Φαβιέρος αντιμετώπιζε και άλλα προβλήματα. Πρώτα
από όλα σημαντικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη πυρίτιδας.
Τμήματα πεζικού σε σχηματισμό φάλαγγας εφόδου.
Οι συνεχείς εισηγήσεις του προς τη επιτροπή των Χίων, για προμήθεια
των αναγκαίων δεν έφερναν αποτέλεσμα, καθώς η επιτροπή, μετά την άφιξη
του Καποδίστρια στην Ελλάδα, ήταν σίγουρη ότι η Χίος θα απελευθερωνόταν,
ούτως ή άλλως, και άρα δεν χρειαζόταν άλλες θυσίες. Την 1 Μαρτίου όμως
οι ψευδαισθήσεις τους διαλύθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Ο Ταχήρ
εμφανίστηκε στη Χίο και ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό άρχισε να
αποβιβάζει στρατεύματα.
Οι κάτοικοι της Χίου, με τις φρικτές σκηνές του 1822 νωπές ακόμα στη
μνήμη τους, τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή, εγκαταλείποντας τα πάντα.
Μαζί τους έτρεψε να σωθεί και η επιτροπή, αφήνοντας τον στρατό να
πολεμήσει μόνος, χωρίς καν πυρομαχικά. Παρόλα αυτά ο Φαβιέρος ήταν
αποφασισμένος να πολεμήσει.
Έτσι μόλις κόπασε ο τουρκικός κανονιοβολισμός, χωρίς ελληνική
αντίδραση, αφού τα κανονιοστάσια της Τουρλωτής και του Ψωμίου δεν είχαν
πυρίτιδα, ώστε να μπορέσουν τα πυροβόλα τους να βάλλουν, ο Ταχήρ
απέστειλε λέμβους, γεμάτες με στρατιώτες στο νησί. Πριν καλά καλά οι
Τούρκοι προλάβουν να πατήσουν στην παραλία της Χίου, είδαν έντρομοι
απέναντι τους το Β Τάγμα Πεζικού να είναι ταγμένο σε γραμμή δύο ζύγών,
με τα όπλα προτεταμένα,στη θέση σκόπευσης.
Ξαφνικά μια ομοβροντία 300 μουσκέτων έσκισε τον αέρα και θέρισε τους
Τούρκους. Δεκάδες έπεσαν. Οι υπόλοιποι επιχείρησαν να αποβιβαστούν. Νέα
όμως ομοβροντία έστειλε ακόμα περισσότερους Τούρκους στο Άδη. Αμέσως
μετά το Β Τάγμα μετασχηματίστηκε σε σχηματισμό φάλαγγας εφόδου και
επιτέθηκε με την ξιφολόγχη κατά των εναπομεινάντων εν ζωή Τούρκων. Οι
τελευταίοι, έσπευσαν τότε να επιβιβαστούν στις λέμβους για να γλιτώσουν.
Ο
ι Έλληνες τους πρόλαβαν όμως και πολύ λίγοι από το πρώτο
κύμα, επέζησαν, καταφεύγοντας στα πλοία τους. Παρά τη νίκη πάντως, τα
άτακτα ελληνικά τμήματα είχαν ήδη παντελώς αποδιοργανωθεί και
εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Η πολιορκία έπρεπε να αρθεί. Ο Φαβιέρος
διέταξε το Γ Τάγμα να περιφέρετε σε όλο το μήκος των χαρακωμάτων και να
βάλλει κάθε τόσο, κατά του φρουρίου, από διαφορετικές θέσεις κάθε φορά,
ώστε να καλύψει την απαγκίστρωση των δυνάμεων του.
Οι πυροβολητές διατάχθηκαν να αχρηστεύσουν τα βαριά τους πυροβόλα και
να πάρουν μόνο τα ελαφρά μαζί τους. Τελικά ο τακτικός στρατός,
εγκαταλελειμμένος παντελώς από όλους, και από τα άτακτα τμήματα, οι
άνδρες των οποίων είχαν μαζικά λιποτακτήσει, κινήθηκε προς το χωριό
Μεστά, στο οποίο αφίχθη ύστερα από τρεις μέρες.
Εκεί ο Φαβιέρος έμαθε ότι επιτέλους ο ελληνικός στόλος είχε αφιχθή
στη Χίο και είχε τρέψει σε φυγή τον τουρκικό. Θέλησε τότε να επαναλάβει
την πολιορκία. Συνάντησε όμως την άρνηση όλων και κυρίως των οπλαρχηγών
των ατάκτων σωμάτων, οι οποίοι του δήλωσαν ότι εάν δεν εφοδιάζονταν με
τρόφιμα και πυρομαχικά και εάν δεν τους καταβάλλονταν μισθοί δύο μηνών
δεν θα συνέχιζαν.
Ο Φαβιέρος προσπάθησε να πείσει την επιτροπή των Χίων να αποδεχθεί τα
αιτήματα των ατάκτων, αλλά εκείνη τα απέρριψε,απαιτώντας πρώτα την
επανάληψη της πολιορκίας, υποσχόμενη ότι αμέσως μετά θα χορηγούσε τα
αναγκαία. Στο μεταξύ οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την υποχώρηση των
Ελλήνων, ανακατέλαβαν την πόλη και ακολούθησαν τα ελληνικά τμήματα ως
Κόκκινα, όπου είχαν αποτραβηχτεί.
Ο Φαβιέρος ανέλαβε τότε γενική επίθεση με το Τακτικό συντρίβοντας για
μια ακόμα φορά τους Τούρκους. Την 5η Μαρτίου όμως όλα είχαν
τελειώσει. Τα ελληνικά τμήματα επιβιβάστηκαν σε πλοία που τα μετέφεραν
στην Πελοπόννησο. Η Χίος θα περίμενε ως το 1912 για να αντικρίσει το
φτερούγισμα της λευτεριάς.
Τα αίτια της αποτυχίας
Κάθε αποτυχία έχει, ή πρέπει να έχει και τους υπευθύνούς της. Έτσι
και η αποτυχημένη εκστρατεία της Χίου, η οποία οδήγησε το νησί σε
επιπλέον 80 έτη τουρκικής σκλαβιάς, είχε πολλούς υπευθύνους για το
αποτέλεσμά της. Ο μόνος πάντως που δεν ευθυνόταν για την αποτυχία ήταν ο
Φαβιέρος και το Τακτικό.
Ελληνικό πεζικό γραμμής επί Όθωνος. Από αριστερά, τυφεκιοφόρος, ακροβολιστής, επίλεκτος γρεναδιέρος και αξιωματικός.
Παρόλα αυτά ο ιστορικός Τρ.Ευαγγελίδης υποστηρίζει ότι ο Φαβιέρος
είχε λάβει 6.000 νομίσματα από τον Καποδίστρια για να συνεχίσει τις
επιχειρήσεις, τα οποία θεωρεί ότι καρπώθηκε ο ίδιος. Η κατηγορία αυτή,
είναι βαριά για τον Φαβιέρο και εκτός των άλλων δεν μπορεί να
αποδειχθεί. Το αυτό πρεσβεύει πάντως και ο Λουκάς Ράλλης.
Ο Ορλάνδος από την πλευρά του, αποδίδει, ορθώς, τα αίτια της
αποτυχίας στην έλλειψη εφοδιασμού, αλλά και ομοψυχίας και την άποψη του
συμμερίζεται και ο μεγάλος φιλέλληνας και στρατιώτης Τόμας Γκόρντον. Τις
βαρύτερες όμως ευθύνες έφεραν σαφώς η κυβέρνηση, αλλά και η επιτροπή
των Χίων, οι οποίες από κάποια στιγμή και έπειτα, λόγω υπερβολικής
σιγουριάς περισσότερο, εγκατέλειψαν τον Φαβιέρο και τους άνδρες του στην
τύχης τους.
Ευθύνες επίσης φέρουν και οι διάφοροι οπλαρχηγοί των ατάκτων
στρατευμάτων, οι οποίοι στάθηκαν ανίκανοι να πειθαρχήσουν τους άνδρες
τους και να τους εμφυσήσουν, πατριωτικό παλμό. Διαφορετικά πως μπορεί να
εξηγηθεί η επαίσχυντη ομαδική λιποταξία των ανδρών τους και η απαίτησή
τους για καταβολή μισθών;
Ακόμα ευθύνες έχει και το ναυτικό, το οποίο δεν φρόντισε να διαθέσει
αρκετά πλοία για την τήρηση του ναυτικού αποκλεισμού του νησιού, με
αποτέλεσμα οι Τούρκοι να ενισχύονται ανενόχλητοι. Αυτό πάντως που μετρά
είναι το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για την Ελλάδα.
Το μόνο θετικό πάντως εξαγώγιμο από την επιχείρηση συμπέρασμα
αφορούσε την εξαίρετη πολεμική διαγωγή του Τακτικού Στρατού. Με αφορμή
τις επιχειρήσεις αυτές, ο Ιων.Καποδίστριας επίσπευσε τις διαδικασίες
ανασυγκρότησης του Τακτικού Στρατού.
https://www.politischios.gr/istories/pos-den-eleutherotheke-e-khios-eroismos-kai-anoesia-1827