Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Aνακήρυξη Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου 17 Φεβρουαρίου 1914




«Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα (της Βορείου Ηπείρου) υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι΄ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του ιερού αιτήματος….. Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο... η διεκδίκησις είναι ιερά και απαράγραπτος»
[Γεώργιος Παπανδρέου (Ο "Γέρος της Δημοκρατίας"). Από ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων στις 12/6/1960]
Η 17η Φεβρουαρίου 1914, ημέρα Ανακηρύξεως της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, αποτελεί κορυφαίο ορόσημο στην πολυκύμαντη ιστορική πορεία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Η μαχητικότητα των Βορειοηπειρωτών και η αταλάντευτη προσήλωση στην ελληνική τους συνείδηση αλλά και ο πόθος τους για ελευθερία είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), κειμένου νομικά ισχυρού μέχρι σήμερα, με το οποίο παρείχετο πλήρης Αυτονομία στην Βόρειο Ήπειρο.
ΙΣΤΟΡΙΑ:

Τον Μάιο του 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία τερματίστηκε ο A΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Με τα άρθρα 2 και 3 της συνθήκης αυτής η Τουρκία παραχωρούσε στους ηγεμόνες της Βαλκανικής Χερσονήσου σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκτός από την Αλβανία, την φροντίδα της οποίας ανελάμβαναν συλλογικά οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Aυστροουαγγαρία και Ιταλία). Με το άρθρο 5 της ίδιας συνθήκης την ευθύνη για τον καθορισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου είχαν οι έξι Δυνάμεις. Το τραγικό δίλημμα είχε πια τεθεί.
Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο, οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεταν «υπό την εγγύησή τους» την Αλβανία, η οποία γινόταν ηγεμονία κληρονομική, κυρίαρχη και ουδέτερη, ενώ το Δεκέμβριο του 1913, με το επαίσχυντο «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» η Βόρειος Ήπειρος επιδικαζόταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Ποια γεγονότα μεσολάβησαν και τα πράγματα από τον Μάρτιο πήραν τέτοια δραματική στροφή; H εξέλιξη αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη διαμόρφωση των βορείων και ανατολικών συνόρων του υπό εκκόλαψη κράτους. Είναι φανερό ότι η Βόρειος 'Ήπειρος θυσιάστηκε για να αποζημιωθεί η γειτονική χώρα και να γίνει βιώσιμο κράτος.
Οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν στην αφύσικη αυτή τροπή. Ήδη, μετά τη δυσμενή διαμόρφωση της κατάστασης, σχηματίστηκαν σε πόλεις και χωριά «Επιτροπές Εθνικής Αμύνης» και συγκρότησαν «Ιερούς Λόχους» και «Επιμελητείες».
Στις 31 Ιανουαρίου 1914 επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία διατυπωνόταν η αξίωση, μέσα σε τακτή προθεσμία, να αποχωρήσει ο στρατός μας από τη Βόρειο Ήπειρο. Σε αντίθετη περίπτωση τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου δεν θα δινόταν στην Ελλάδα.
H Αθήνα συμμορφώθηκε και με διακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης προς τους πρεσβευτές των μεγάλων Δυνάμεων ο στρατός αποχωρούσε από τη Βόρειο Ήπειρο. Τότε άρχισε η εξέγερση των Βορειοηπειρωτών.

Πρώτη ξεσηκώθηκε η Xειμάρα (9 Φεβρουαρίου) με τον Σπύρο Mήλιο, ο οποίος κήρυξε την αυτονομία της Ηπείρου. Ταυτόχρονα συνήλθε στην Αθήνα Πανηπειρωτικό Συνέδριο. Αποφασίστηκε η αντίσταση και ορίστηκε επικεφαλής του Αγώνα ο Γεώργιος Ζωγράφος, γιος του Μεγάλου Ευεργέτη Xρηστάκη Ζωγράφου, από το Kεστοράτι Αργυρόκαστρου.
O Γεώργιος Ζωγράφος είχε σπουδάσει στο Παρίσι και στο Μόναχο. Το 1905 εκλέχτηκε βουλευτής Καρδίτσας. Το 1909 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου ο Βενιζέλος τον τοποθέτησε Γενικό Διοικητή της.
Όταν του ανατέθηκε η αρχηγία του αυτονομιακού αγώνα, παραιτήθηκε από τη θέση του και στις 12 Φεβρουαρίου 1914 ανέβηκε στο Αργυρόκαστρο. Αμέσως σχημάτισε την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου.
Πρόεδρος ανέλαβε ο ίδιος, υπουργός Εξωτερικών ο Aλέξ. Kαραπάνος, Οικονομικών ο Iωάν. Παρμενίδης, Στρατιωτικών ο Δημήτριος Δούλης, Παιδείας και Θρησκείας ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος και μέλη της Κυβέρνησης ο Μητροπολίτης Κορυτσάς κ Γερμανός και ο Μητροπολίτης Bελλάς και Kονίτσης κ. Σπυρίδων.
Μετά τον σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία. Στις 16 Φεβρουαρίου κηρύχτηκε η αυτονομία στους Αγίους Σαράντα και το Δέλβινο και όλα έδειχναν ότι η εξέγερση θα γενικευόταν σε ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο.
Το μεγάλο ερώτημα που ανέκυψε ήταν η στάση του ελληνικού στρατού. O Βενιζέλος κατηγορηματικά διαβεβαίωνε τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από την Βόρειο Ήπειρο και «δεν θα προέβαλαν αντίσταση, ούτε θα υποστήριζαν, ούτε θα ενεθάρρυναν, άμεσα ή έμμεσα, καμιά αντίσταση κατά της "στάσης πραγμάτων" που είχαν διαμορφώσει οι Mεγάλες Δυνάμεις».
Το πρόβλημα είχε επικεντρωθεί στις δύο μεγάλες πόλεις, το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά.
Διοικητής της Κορυτσάς ήταν ο συνταγματάρχης Aλέξ. Κοντούλης, άτομο ιδιόρρυθμο, με δικές του απόψεις όσον αφορά την προσέγγιση Ελλήνων και Tουρκαλβανών. O Κοντούλης παρέδωσε την πόλη στους Αλβανούς. Μετά την εκκένωση της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό, με ενέργειες πάλι του Κοντούλη, παραδόθηκαν στους Αλβανούς οι περιοχές Mοσχόπολης και Κολωνίας.
Στο Αργυρόκαστρο τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Εκεί Διοικητής ήταν ο υποστράτηγος Aναστ. Παπούλας, ο οποίος, όταν διέγνωσε ότι οι κάτοικοι δεν επρόκειτο να παραδώσουν την πόλη στους Αλβανούς, δεν επέμεινε.
Πανηγυρικά στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχτηκε στο Αργυρόκαστρο η Αυτονομία και υψώθηκε η σημαία με τον σταυρό και τον δικέφαλο αετό. Στο μεταξύ στις 20 Φεβρουαρίου η αυτονομία κηρύχτηκε στο Λεσκοβίκι και στις 23 του ίδιου μήνα στην Πρεμετή. Στην περιοχή της Πρεμετής έγιναν οι πρώτες σοβαρές μάχες με τους Αλβανούς. H νίκη των αυτονομιακών στην Πρεμετή προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή κοινή γνώμη και κατέδειξε ότι η επαναστατική κίνηση δεν ήταν τυχαία.
Τελική έκβαση του αγώνα κρίθηκε στο Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά. Στην Κορυτσά από τις 19 Μαρτίου του '14 άρχισε ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων κατοίκων κατά των Αλβανών και των Ολλανδών αξιωματικών τους. H εξέγερση αυτή τελικά απέτυχε από έλλειψη εφοδίων. Σ' αυτή την εξέγερση σκοτώθηκαν 114 'Έλληνες, ανάμεσά τους και 7 γυναίκες και ο διάκονος της Μητρόπολης Βασίλειος Γκιώνης.
Λίγο αργότερα έφτασε στην Κορυτσά ο γνωστός Μακεδονομάχος Γεώργιος Tσόντος-Bάρδας, ταγματάρχης του πυροβολικού. Με την άφιξή του αναθερμάνθηκε ο αγώνας και ύστερα από επιτυχείς μάχες με τους Αλβανούς, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου, πολιόρκησε στενά την Κορυτσά.
Στον τομέα Αργυρόκαστρου η ισχυρή αλβανική πίεση είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης στους Γεωργουτσάτες. Στη σκληρή μάχη που έγινε από τις 20 έως τις 23 Απριλίου στη Μονή Tσέπου, υπερίσχυσαν οι αυτονομιακοί, με συνέπεια τα αλβανικά στρατεύματα να υποχωρήσουν προς Βορρά. Από τις εξελίξεις αυτές φάνηκε καθαρά ότι οι Aλβανοί δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν ούτε την περιοχή της Κορυτσάς και ούτε να καταλάβουν το Αργυρόκαστρο. H αλβανική κυβέρνηση, κάτω από τον κίνδυνο οριστικής συντριβής τους, ζήτησε την παρέμβαση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου για σύναψη ανακωχής.
H Προσωρινή Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα. Τα μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εκπρόσωπος της αλβανικής κυβέρνησης και οι: Γ. Ζωγράφος και Aλέξ. Kαραπάνος, εκπρόσωποι της Αυτονόμου Ηπείρου, συναντήθηκαν στους Αγίους Σαράντα. Από κει πέρασαν στην Κέρκυρα, όπου στις 17 Μαΐου (νέο ημερολόγιο) υπέγραψαν Πρωτόκολλο, με το οποίο δικαιωνόταν ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών.

Mε το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, εξασφαλιζόταν ειδική ελευθερία και η συγκρότηση ειδικού σώματος Χωροφυλακής. Κατοχυρωνόταν η χρήση και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και απαγορευόταν η είσοδος και η στάθμευση στις δύο επαρχίες «στρατιωτικών μονάδων μη αυτοχθόνων». H Βόρειος Ήπειρος με τις διατάξεις αυτού του Πρωτοκόλλου αποκτούσε ευρεία αυτονομία μέσα στα όρια της αλβανικής επικράτειας. Το Πρωτόκολλο συνυπογράφηκε από όλες τις πλευρές. Από την πλευρά των Βορειοηπειρωτών η κύρωση επιτεύχθηκε στο Πανηπειρωτικό Συνέδριο που συνήλθε στο Δέλβινο. Στο Συνέδριο αυτό συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις περιοχές Xειμάρας, Αγίων Σαράντα, Aργυροκάστρου, Πρεμετής, Πωγωνίου, Λεσκοβικίου, Eρσέκας και Κορυτσάς.
Οι αντιπρόσωποι της Xειμάρας αρνήθηκαν να προσυπογράψουν τις συμφωνίες. Έφυγαν από τη Συνέλευση ζητωκραυγάζοντας το σύνθημα που είχε συνυφανθεί με τους αγώνες και την καθημερινή τους ζωή: Ένωσις ή Θάνατος.
Μετά τον θριαμβευτικό αγώνα των Βορειοηπειρωτών και την επιτευχθείσα αυτονομία οι Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Bρετανία, Γαλλία και Pωσία) συγκατατέθηκαν στην κατάληψη των Επαρχιών Αργυρόκαστρου και Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό. Στις 24 Oκτωβρίου 1914 παραδόθηκε όλη η περιοχή στα ελληνικά στρατεύματα.
Τον Ιανουάριο του 1916 αντιπρόσωποι της Βορείου Ηπείρου έλαβαν μέρος στις εργασίες της A΄ Συνόδου της KA΄ Περιόδου της Βουλής των Ελλήνων. Nα μνημονεύσουμε το από 3 Mαρτίου 1916 σημαντικό Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως ισχύος του 258 νόμου εις την Bόρειον 'Hπειρον» (εφημερίς της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος, A΄ , 17 Mαρτίου 1916, αρ. 54).
Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα του 1916 δεν ήταν η Ελλάδα του 1914. Είχε διαβρωθεί και καταστραφεί από τον διχασμό. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1916, η Iταλία, έχοντας τη συγκατάθεση των Δυνάμεων της Συνεννόησης, κατέλαβε το Aργυρόκαστρο. Το ίδιο έκαναν ένα μήνα αργότερα και οι Γάλλοι στην Kορυτσά. Tο 1917 οι Ιταλοί επέβαλαν κατοχικό καθεστώς και στα Iωάννινα, από όπου τελικά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. H Bόρειος Ήπειρος είχε χαθεί.
Μια προσπάθεια να δοθεί τέλος στην τραγωδία των Bορειοηπειρωτών έγινε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1919. Τότε ήρθε σε συμφωνία με τον υπουργό των Εξωτερικών της Ιταλίας Tommaso Tittoni οι επαρχίες Αργυρόκαστρου και Κορυτσάς να ενωθούν με την Ελλάδα, αλλά η Ρώμη αθέτησε τις συμφωνίες.
Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και τον Νοέμβριο του 1921 η Βόρειος 'Ήπειρος επιδικάστηκε και πάλι στην Αλβανία. Βέβαια η σημαία του σταυρού υψώθηκε για άλλη μια φορά στην Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο κατά τον Eλληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, αλλά, δυστυχώς, οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις και πάλι αντέδρασαν και απέτρεψαν την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.
Το Βορειοηπειρωτικό παραμένει εκκρεμές στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων (Ηνωμένων Πολιτειών, Σοβιετικής 'Ένωσης, Βρετανίας και Γαλλίας). 'Όπως είναι γνωστό στο Παρίσι το 1946 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων. Στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών και πάλι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα της Ελλάδος και η Βόρειος Ήπειρος (αντέδρασε ο υπουργός των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Mολότωφ) παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια.
Δεν υπάρχει καμιά άλλη μεταπολεμική διεθνής πράξη που να κατοχυρώνει νομικά το γεγονός ότι η Βόρειος Ήπειρος παραμένει τμήμα της Αλβανίας. H μεθοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας υφίσταται μόνο de facto και όχι de jure. Tο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό ηθικά και νομικά. Ήδη μετά την κατάρρευση του Xοτζικού καθεστώτος οι 'Έλληνες της Βορείου Ηπείρου εγκαταλείπουν ομαδικά τις πατρογονικές τους εστίες για να ζήσουν καλύτερα οι ίδιοι και τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να «αδειάζει» στην κυριολεξία ο τόπος, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Είναι ανάγκη, για να μην μεμφόμεθα αργότερα άλλους, να γίνει κατανοητό ότι η δική μας αδιαφορία κρύβει οδυνηρές εκπλήξεις για τον μαρτυρικό Βορειοηπειρωτικό ελληνισμό.



http://www.voriosipiros.gr/



Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Ο μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας






 
Ο Καπετάν Άγρας, από μικρή ηλικία ήθελε να μπει στον στρατό, να γίνει αξιωματικός και να πάει στον πόλεμο. Ο πελοποννήσιος αντάρτης στην ηλικία των 21χρόνων κατατάχθηκε στο 7ο Τάγμα Αθηνών, στο Σύνταγμα. Αμέσως μεταφέρθηκε στη Μακεδονία, στον Βάλτο των Γιαννιτσών, με σκοπό να βοηθήσει πιο έμπρακτα στον Μακεδονικό Αγώνα. Στις 7 Ιουνίου του 1907, Βούλγαροι κομιτατζήδες κρέμασαν αυτόν και τον Τώνη Μίγγο ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο και Βλάδοβο....

Ο Σαράντος Αγαπηνός, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Τέλλου Άγρα, γεννήθηκε το 1880 στους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, όπου υπηρετούσε ως εφέτης ο πατέρας του. Ο Σαράντος έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Ναύπλιο. Όμως, όταν ήταν 10 ετών, ο πατέρας του πέθανε και η οικογένειά του μετακόμισε σε συγγενείς στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών τελείωσε το Γυμνάσιο και μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και έξι χρόνια αργότερα, το 1901, μετά την αποφοίτηση του, τοποθετήθηκε στη φρουρά Αθηνών. Όμως, ο νεαρός πνιγόταν στην Αθήνα και ζήτησε τη μετάθεσή του στο μέτωπο του Μακεδονικού Αγώνα. Εξαιτίας της απειρίας του, το αίτημα απορρίφθηκε. Ο Αγαπηνός παράκουσε τις εντολές και ενώ το 1902 είχε μετατεθεί στον Τύρναβο, πήγε εθελοντικά στη Μακεδονία, με έδρα και ορμητήριο τη Λίμνη των Γιαννιτσών.

Η δράση του Άγρα στον Μακεδονικό Αγώνα

Από αριστερά προς τα δεξιά οι καπεταναίοι - αντάρτες Κάλας (αριστερά), Τέλλος Άγρας (κέντρο) και Νικηφόρος (δεξιά) σε φωτογραφία, στα μέσα του 1906
Οι Μακεδονομάχοι έφθαναν μυστικά στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και μάχονταν με ψευδώνυμα, αφού επισήμως η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε πολεμικές αναμετρήσεις. Ο Τέλλος Άγρας, όπως ήταν πλέον το ψευδώνυμό του, ανέλαβε να διώξει τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες από τη Λίμνη των Γιαννιτσών, ώστε να σταματήσουν να τρομοκρατούν τον ελληνικό πληθυσμό. Σήμερα η λίμνη έχει αποξηρανθεί, αλλά εκείνη την εποχή λόγω της βλάστησης, των κουνουπιών και των φυσικών καταφυγίων, ήταν ιδανικός τόπος για ανταρτοπόλεμο. Οι Βούλγαροι είχαν βρει στη λίμνη καταφύγιο από τα τουρκικά αποσπάσματα. Με τον καιρό επιβλήθηκαν στα γύρω χωριά, πραγματοποιούσαν συχνά επιδρομές και ασκούσαν βία σε βάρος των Ελλήνων χωρικών. Ο Άγρας με περίπου 20 άνδρες ανέλαβε δράση. Το 1906, ο Καπετάν Άγρας έκανε έφοδο σε κεντρική βουλγαρική «καλύβα», δηλαδή βάση των ανταρτών. Οι δυνάμεις του, όμως, υστερούσαν. Ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στον δεξί ώμο και στο δεξί χέρι, ενώ σκοτώθηκαν 4 σύντροφοι του. Υποχρεωτικά μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη για να περιποιηθούν καλύτερα τις πληγές του και να αναρρώσει. Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα γύρισε με δική του πρωτοβουλία στον Βάλτο, παρά τις αντιρρήσεις των γιατρών. Η υγεία του όμως χειροτέρευε. Προσβλήθηκε κι από ελονοσία και τελικά το 1907 μετατέθηκε στη Νάουσα.

Το σχέδιο του Άγρα
  
Από τη Νάουσα ο Άγρας συνέχισε να οργανώνει τον αγώνα. Μετά τις αλλεπάλληλες ήττες, οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες είχαν αποκαρδιωθεί και κάποιοι σκέφτονταν να πάνε με το μέρος τον Ελλήνων. Ένας από αυτούς ήταν κι ο Βοεβόδας του Βουλγαρικού Κομιτάτου, ο Βάννης Ζλατάν.
Ο Ζλατάν ήταν ο κύριος αντίπαλος του Άγρα στη Λίμνη των Γιαννιτσών.
 Είχε πάει σε ελληνικό σχολείο και καταγόταν από ένα χωριό κοντά στη Νάουσα. Ο Καπετάν Άγρας θέλησε να συναντηθεί με τον Ζλατάν και να πάνε μαζί στην Αθήνα, έτσι ώστε ο Βοεβόδας να προσχωρήσει στην ελληνική πλευρά. Αυτό που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι ότι ο Τέλλος Άγρας είχε ενημερώσει το προξενείο της Θεσσαλονίκης από τις 24 Μαΐου του 1907. Ωστόσο, το προξενείο μετά την αποτυχία του σχεδίου διέψευσε κάθε πληροφορία και ανέφερε ότι ο Άγρας έδρασε μόνος του, χωρίς να ενημερώσει κανέναν.

Η προδοσία κι το τραγικό τέλος

Στις 3 Ιουνίου 1907, ο Τέλλος Άγρας με τον συναγωνιστή του Τώνη Μίγγα, συναντήθηκαν για τελευταία φορά με τον Ζλατάν και τον Κασάπτσε, επίσης Βοεβόδα. Παρά τις συμφωνίες και τις προηγούμενες συναντήσεις τους, οι βοεβόδες συνέλαβαν τους δύο Έλληνες. Αντίθετα με όσα πίστευε ο Τέλλος Άγρας δεν έδειξαν μπέσα και τους έστησαν παγίδα. Δεν έμειναν όμως εκεί.

Για 4 μέρες τους διαπόμπευαν στις πλατείες των βουλγαρικών χωριών. Τους έσερναν δεμένους, ξυπόλητους και τους κακοποιούσαν. Στις 7 Ιουνίου του 1907, αργά το βράδυ οι δύο αντάρτες βρέθηκαν κρεμασμένοι σε μια καρυδιά. Ο θάνατος των δύο αγωνιστών έγινε γνωστός, ύστερα από μία εβδομάδα και ξεσήκωσε τους Έλληνες. Η θυσία τους δημιούργησε μια δίψα για εκδίκηση και δυνάμωσε τον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι δύο Βούλγαροι που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του μετά από λίγο καιρό σκοτώθηκαν από Έλληνες αντάρτες.

Τα χωριά Τέχοβο και Βλάβοδο, το μέρος δηλαδή που άφησαν την τελευταία τους πνοή ο Άγρας και ο Μίγγος, μετονομάστηκαν σε Καρυδιά και Άγρας αντίστοιχα. «Στα μυστικά του Βάλτου», το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα βασίστηκε στη δράση του Σαράντου.
Η δημοτική παράδοση, επίσης, δεν ξεχνά την αγωνιστικότητα του εθνομάρτυρα. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε γι αυτόν:
«Τα περιστέρια ένα πρωί δεν είχανε χαρά ήταν στην στέγη ενός σπιτιού και κλαίγανε και στο διαβάτη λέγανε: Αλίμονο που χάσαμε δύο ανήσυχα φτερά! Να μην τα πήρε ο άνεμος; Μην ξαποσταίνουν κάπου; Μην έπεσαν στη γης; Τ’ αδέρφι μας δεν φαίνεται και τώρα πως θα πάμε; Άσπρο καράβι, όλα μαζί, στον αέρα της αυγής; Κι ένας μικρός κορυδαλλός τραγούδησε απ’ το ύψος. Να μην το περιμένετε, τι δεν θα ξαναρθή . Πολύν καιρό εχάρηκεν αξένοιαστο μαζί σας, μα ήρθεν η ώρα της οργής, η ώρα να υψωθή. Περιστεράκι μια βραδυά κοιμήθηκ’ αυτού κάτου, και την αυγή εξύπνησε αητός. Έχετε γειά ! Πήγε ψηλά κι ευφραίνει τα ματωμένα του φτερά στη βρύση του φωτός.»

Η λαϊκή παράδοση κατέγραψε τον θάνατο του Τέλλου Άγρα με πολλά τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το σλαβόφωνο μοιρολόι:
Νέμας μάικα, ζλάτνο τσέτνο, να τα πλάτσι; (Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;)
Νέμας σέστρα, ντα τα ζάλια; (Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;)
Κάκβα ιζλαζάγια; (Πώς σε ξεγέλασαν;)
Κάκβα ντονισέα ντα βα ουμπέσατ να ουρέχουτ; (Πώς σ' έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;)
Ντα βα ντόνσατ να τσούζντι μέστου, (Να σε φέρουν σε ξένη γη,)
τσούζντι μάικι ντα πλάκατ, (ξένες μάνες να σε κλάψουν,)
τσούιντι σέστρι ντα βα ρέντατ. (ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν.)


www.mixanitouxronou.gr